Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

" ΤΙ ΕΧΩ ΝΑ ΧΑΣΩ? ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ…" , από την Ομάδα Καλλιτεχνών Πλατείας Συντάγματος
































ΤΙ ΕΧΩ ΝΑ ΧΑΣΩ??? ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ…
ΜΕΝΩ ΣΕ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ 40 τ.μ. ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΘΕΡΜΑΝΣΗ.
ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ, ΠΑΩ ΑΡΓΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΓΙΑ ΥΠΝΟ Ή ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΠΟΥ ΝΑ ΠΑΩ, ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ ΓΥΡΙΖΩ ΚΑΙ ΧΩΝΟΜΑΙ ΣΤΑ ΣΚΕΠΑΣΜΑΤΑ Ή ΚΑΘΟΜΑΙ ΜΕ ΤΟ ΜΠΟΥΦΑΝ.
ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΥ ΔΥΟ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ ΜΟΥ ΗΡΘΑΝ ΓΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΡΑΤΗΣΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ ΟΤΙ ΗΤΑΝ ΑΚΑΤΑΣΤΑΤΑ... ΕΙΧΑ ΞΕΧΑΣΕΙ ΟΤΙ ΦΟΡΟΥΣΑ ΤΟ ΜΠΟΥΦΑΝ ΜΟΥ.. ΝΤΡΑΠΗΚΑ...

ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΘΕ ΜΗΝΑ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΑΩ ΣΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΣΕ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΟΥΜΕΡΑ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΜΑΖΕΨΟΥΝ ΛΕΦΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥΣ... ΔΛΔ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ... ΜΕ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΤΟ ΚΛΕΙΝΩ ΓΙΑΤΙ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ ΝΑ ΜΑΘΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ ΜΟΥ ΟΤΙ ΧΡΩΣΤΑΩ...

ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΛΕΣΩ ΚΑΠΟΙΟΝ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, Ή ΝΑ ΒΓΑΙΝΩ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΕΞΩ... ΔΕΝ ΕΧΩ ΛΕΦΤΑ.... ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΠΡΟΤΙΜΩ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΩ ΣΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΚΛΕΙΝΩ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ.. ΔΕΝ ΓΥΡΙΖΩ ΠΟΤΕ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΗ...
Η ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΗ ΜΟΥ ΜΕ ΠΑΤΑΕΙ ΣΤΟΝ ΛΑΙΜΟ ΓΙΑΤΙ ΞΕΡΕΙ ΟΤΙ ΕΧΩ ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΞΕΦΤΥΛΙΖΕΙ... ΚΑΙ ΕΓΩ ΤΑ ΚΑΤΑΠΙΝΩ ΟΛΑ ΚΑΙ ΣΚΥΒΩ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΧΑΣΩ ΤΗΝ ΜΟΝΗ ΠΗΓΗ ΕΣΟΔΩΝ....
ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ ΠΗΓΑ ΣΕ ΨΥΧΟΛΟΓΟ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ... ΜΕ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΚΑΙ ΤΑΣΗ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ.... ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΚΑΤΑΠΙΩ ΟΥΤΕ ΤΟ ΣΑΛΙΟ ΜΟΥ.... ΤΙ ΕΙΡΩΝΙΑ ΕΕΕ? ΕΚΑΝΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΑΦΟΥ ΜΟΝΟ ΛΙΩΜΕΝΕΣ ΤΡΟΦΕΣ ΕΤΡΩΓΑ ΚΑΙ ΑΥΤΕΣ ΜΕ ΔΥΣΚΟΛΙΑ.... ΠΕΙΝΟΥΣΑ ΟΜΩΣ… ΚΑΙ ΕΧΩ ΠΕΙΝΑΣΕΙ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΟΥ… ΑΛΛΑ ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ…
Η ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΜΟΥ... ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΤΑΠΙΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΠΙΑ....
ΛΕΩ ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΡΑΓΕ??? ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ???

ΣΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΟΠΩΣ ΖΩ??? ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΖΕΙΣ ΟΠΩΣ ΕΓΩ??? ΜΕ ΛΥΠΑΣΑΙ??? ΣΕ ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ ΘΑ ΖΕΙΣ ΕΤΣΙ .... ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΦΟΡΑ ΟΤΙ ΞΕΡΩ ΝΑ ΕΠΙΒΙΩΝΩ ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ.... ΕΧΩ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙ.. ΕΣΥ??? ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΕΙΝΑΣΕΙΣ??? ΝΑ ΚΡΥΩΣΕΙΣ??? ΝΑ ΑΠΟΜΟΝΩΘΕΙΣ??? ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΟΥ??? ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΑΥΤΟ??? ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣ ΤΩΡΑ??? ΤΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΙΣΩΣ.... ΘΑ ΛΥΠΟΘΥΜΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΙΝΑ... ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΥΡΑΣΗ... ΘΑ ΦΟΒΑΣΑΙ.... 




ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΖΕΙΣ ΕΤΣΙ??? ΟΧΙ??? ΑΝΤΙΣΤΑΣΟΥ...
...ΕΝΩΘΕΙΤΕ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ....

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

"Τι είναι κίνημα;" από το Giorgio Agamben














Οι σκέψεις που ακολουθούν πηγάζουν από μια δυσφορία και προέκυψαν από μια σειρά ερωτήματα που μου δημιουργήθηκαν πρόσφατα όταν βρέθηκα σε μία συνάντηση στη Βενετία με τον Tόνι [Νέγκρι], τον Καζαρίνι κ.λπ. Μια λέξη επανερχόταν διαρκώς σε αυτή τη συνάντηση: κίνημα. Πρόκειται για μια λέξη με μακρά ιστορία στην παράδοσή μας. Στο βιβλίο του Tόνι για παράδειγμα αυτή η λέξη ξεπηδά στρατηγικά κάθε φορά που το πλήθος χρειάζεται έναν ορισμό, για παράδειγμα όταν η έννοια του πλήθους πρέπει να αποσυνδεθεί από το ψευδοδίλημμα μεταξύ κυριαρχίας και αναρχίας.
Η δυσφορία μου οφειλόταν στο ότι πρώτη φορά συνειδητοποίησα πως, όσοι χρησιμοποιούν αυτή η λέξη, δεν την ορίζουν ποτέ.
Θα μπορούσα να μην την ορίσω ούτε εγώ. Στο παρελθόν χρησιμοποίησα ως άρρητο κανόνα της πρακτικής σκέψης μου τη φόρμουλα: «όταν το κίνημα υπάρχει, κάνε σαν να μην υπάρχει, και όταν δεν υπάρχει κάνε σαν να υπάρχει». Δεν ήξερα όμως τι σήμαινε αυτή η λέξη. Όλοι μοιάζουν να την κατανοούν, αλλά κανένας δεν την ορίζει.
Για παράδειγμα, από πού προέρχεται αυτή η λέξη; Γιατί μια αποφασιστική πολιτική βαθμίδα ονομάστηκε «κίνημα»; Τα ερωτήματά μου προκύπτουν από αυτή τη συνειδητοποίηση, ότι δεν είναι δυνατό να αφεθεί αυτή η έννοια χωρίς ορισμό, πρέπει να σκεφτούμε πάνω στο κίνημα επειδή αυτή η έννοια είναι το «αδιανόητό» μας, και εφ’ όσον παραμένει τέτοιο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τις επιλογές και τις στρατηγικές μας. Δεν πρόκειται απλώς για ένα φιλολογικό ενδοιασμό λόγω του ότι η ορολογία είναι η ποιητική, άρα η παραγωγική στιγμή της σκέψης, ούτε θέλω να το κάνω επειδή δουλειά μου είναι να ορίζω έννοιες, από συνήθεια. Πραγματικά θεωρώ ότι η άκριτη χρήση των εννοιών μπορεί να ευθύνεται για πολλές ήττες. Προτίθεμαι λοιπόν να αρχίσω μια έρευνα με στόχο να ορίσουμε αυτή την λέξη. Θα αρχίσω με μερικές βασικές θεωρήσεις, ως προσανατολισμό για τη μελλοντική έρευνα.
Πρώτα, μερικά πεζά ιστορικά στοιχεία: η έννοια του κινήματος, η οποία στις επιστήμες και τη φιλοσοφία έχει μια μακροχρόνια ιστορία[1], στην πολιτική αποκτά μια ειδική τεχνική σημασία μόλις το 19ο αιώνα. Μια από τις πρώτες εμφανίσεις του ανατρέχει στη γαλλική επανάσταση του Ιουλίου του 1830, όταν οι φορείς της αλλαγής ονομάστηκαν partie du mouvement [μερίδα της κίνησης] και οι αντίπαλοί τους partie de l’ordre [μερίδα της τάξης]. Μόνο με τον Lorenz von Stein, ένα συγγραφέα που επηρέασε τόσο τον Μαρξ όσο και τον Σμιτ, η έννοια αυτή γίνεται ακριβέστερη και αρχίζει να ορίζει ένα στρατηγικό πεδίο εφαρμογής. Στο έργο του Η ιστορία του κοινωνικού κινήματος στη Γαλλία (1850), ο φον Στάιν θέτει την έννοια του κινήματος σε διαλεκτική αντιπαράθεση προς την έννοια του κράτους. Το κράτος είναι το στατικό και νομικό στοιχείο, ενώ το κίνημα είναι η έκφραση των δυναμικών τάσεων της κοινωνίας. Έτσι, το κίνημα είναι πάντα κοινωνικό και σε ανταγωνισμό με το κράτος, εκφράζει τη δυναμική προτεραιότητα της κοινωνίας επί των δικαστικών και κρατικών θεσμών. Ωστόσο, ο φον Στάιν δεν δίνει ορισμό για το κίνημα, ούτε του αποδίδει κάποιο συγκεκριμένο τόπο [στο πρωτότυπο: topos].
Κάποιες ενδιαφέρουσες ιστορικές ενδείξεις για την ιστορία των κινημάτων μπορούμε να βρούμε στο βιβλίο της Arendt για τον ολοκληρωτισμό. Η Άρεντ δεν ορίζει το κίνημα, δείχνει όμως ότι γύρω από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αμέσως πριν και αμέσως μετά, τα κινήματα στην Ευρώπη γνωρίζουν εξαιρετική ανάπτυξη σε στρατηγική αντιδιαστολή προς τα κόμματα, όταν τα τελευταία εισέρχονται σε περίοδο κρίσης. Σε αυτή την περίοδο υπάρχει μια έκρηξη της έννοιας και του φαινομένου του κινήματος, μια ορολογία που χρησιμοποιείται τόσο από τη δεξιά όσο και από την αριστερά: ο φασισμός και ο ναζισμός ορίζονται πάντα ως κινήματα πρώτα και μόνο δευτερευόντως ως κόμματα.
Ωστόσο,  ο όρος υπερβαίνει την πολιτική σφαίρα: όταν ο Φρόιντ θέλει να γράψει ένα βιβλίο το 1914 για να περιγράψει αυτό του οποίου αποτελεί μέρος, το αποκαλεί «ψυχαναλυτικό κίνημα». Προφανώς σε ορισμένες ιστορικές στιγμές, ορισμένες λέξεις-κλειδιά επιβάλλονται ακαταμάχητα και υιοθετούνται από ανταγωνιστικές τοποθετήσεις, χωρίς να χρειάζεται να οριστούν.
Το αμήχανο σημείο της έρευνάς μου ήταν όταν διαπίστωσα ότι ο μόνος που προσπάθησε να ορίσει  τον όρο ήταν ένας ναζιστής νομικός: ο Καρλ Σμιτ.
Το 1933, σε ένα δοκίμιο με τίτλο Κράτος, Κίνημα, Λαός και με υπότιτλο Η τριμερής διάκριση της πολιτικής ενότητας, προσπαθεί να ορίσει την πολιτική-συνταγματική λειτουργία της έννοιας του κινήματος. Σε αυτό το δοκίμιο ο Σμιτ προσπαθεί να ορίσει τη συνταγματική δομή του ναζιστικού Ράιχ. Θα συνοψίσω τη θέση του, διότι αυτοί οι χαριεντισμοί με έναν φιλόσοφο του ναζισμού απαιτούν σαφήνεια. Για τον Σμιτ, η πολιτική ενότητα του ναζιστικού Ράιχ θεμελιώνεται σε τρία στοιχεία ή μέλη: το κράτος, το κίνημα και το λαό. Η συνταγματική άρθρωση του Ράιχ προκύπτει από την άρθρωση και τη διάκριση αυτών των τριών στοιχείων. Το πρώτο στοιχείο είναι το κράτος, που είναι η στατική πολιτική πλευρά: ο μηχανισμός των δημόσιων λειτουργιών. Ο λαός, από την άλλη, προσέξτε εδώ, είναι το απολιτικό στοιχείο που αυξάνεται υπό τη σκιά και υπό την προστασία του κινήματος. Το κίνημα είναι το πραγματικό, το δυναμικό πολιτικό στοιχείο, που βρίσκει την ειδική μορφή του στη σχέση με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και την ηγεσία του –αλλά για τον Σμιτ ο Φύρερ είναι απλώς προσωποποίηση του κινήματος. Ο Σμιτ επίσης υπονοεί ότι αυτή η τριμερής διάκριση είναι επίσης παρούσα στο συνταγματικό μηχανισμό του σοβιετικού κράτους.
Η πρώτη εκτίμησή μου είναι ότι η πρωτοκαθεδρία της έννοιας του κινήματος συνίσταται στο ότι αποπολιτικοποιεί την έννοια του λαού. Έτσι το κίνημα γίνεται η αποφασιστική πολιτική έννοια όταν η δημοκρατική έννοια του λαού, ως πολιτικού σώματος, τελεί υπό κατάρρευση. Η δημοκρατία τελειώνει όταν προκύπτουν κινήματα. Ουσιαστικά δεν υπάρχει δημοκρατικό κίνημα (εάν δημοκρατία παραδοσιακά σημαίνει να θεωρούμε το λαό ως πολιτικό σώμα). Σε αυτή την προκείμενη, οι επαναστατικές παραδόσεις της αριστεράς συμφωνούν με το ναζισμό και το φασισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι σύγχρονοι φιλόσοφοι που προσπαθούν να σκεφθούν νέα πολιτικά σώματα, όπως ο Tόνι, παίρνουν απόσταση από το λαό. Για μένα είναι σημαντικό ότι γύρω από τον Ιησού δεν υπάρχει ποτέ λαός* ή δήμος* αλλά μόνο όχλος* (μια μάζα, πλήθος). Η έννοια του κινήματος προϋποθέτει την έκλειψη της έννοιας του λαού ως συντακτικού πολιτικού σώματος.
Η δεύτερη συνεπαγωγή είναι ότι ο λαός είναι ένα απολιτικό στοιχείο, την ανάπτυξη του οποίου το κίνημα πρέπει να προστατεύσει και να στηρίξει (ο Σμιτ χρησιμοποιεί τον όρο wachsen=βιολογική αύξηση). Σε αυτό τον απολιτικό λαό αντιστοιχεί η απολιτική σφαίρα της διοίκησης –ο Σμιτ επικαλείται εδώ και το συντεχνιακό κράτος του φασισμού.
Κοιτάζοντας σήμερα αυτό τον ορισμό του λαού ως απολιτικού, δεν μπορούμε να μη δούμε μια έμμεση αναγνώριση, την οποία ο Σμιτ δεν τολμά ποτέ να αρθρώσει, του βιοπολιτικούχαρακτήρα του. Ο λαός μετατρέπεται τώρα από συντακτικό πολιτικό σώμα σε πληθυσμό: μια δημογραφική βιολογική οντότητα, απολιτική καθεαυτή. Μια οντότητα που χρήζει προστασίας, στήριξης. Όταν κατά το 19ο αιώνα ο λαός έπαψε να είναι πολιτική οντότητα και μετατράπηκε σε δημογραφικούς και βιολογικούς πληθυσμούς, το κίνημα έγινε αναγκαιότητα. Εμείς ζούμε σε μια εποχή όπου ο μετασχηματισμός του λαούσε πληθυσμό είναι τετελεσμένο γεγονός. Ο λαός είναι μια βιοπολιτική οντότητα με την έννοια του Φουκώ, και αυτό καθιστά την έννοια του κινήματος απαραίτητη. Εάν θέλουμε να σκεφτούμε την έννοια της βιοπολιτικής διαφορετικά, όπως κάνει ο Tόνι, εάν σκεφτόμαστε την εκ των έσω πολιτικοποίηση του βιοπολιτικού, το οποίο είναι ήδη εξ ολοκλήρου πολιτικό και δεν χρειάζεται να πολιτικοποιηθεί μέσω του κινήματος, τότε πρέπει να ξανασκεφτούμε και την έννοια του κινήματος.
Αυτή η εργασία ορισμού είναι απαραίτητη επειδή, εάν συνεχίσουμε να διαβάζουμε τον Σμιτ, βλέπουμε να μας απειλούν διάφορες απορίες: εφ’ όσον το καθοριστικό πολιτικό στοιχείο, το αυτόνομο στοιχείο, είναι το κίνημα, ενώ ο λαός το απολιτικό, τότε το κίνημα μπορεί να βρει την πολιτική του ύπαρξη μόνο αν εισαγάγει στο απολιτικό σώμα του λαού ένα εσωτερικό ρήγμα που να επιτρέπει την πολιτικοποίησή του. Αυτό το ρήγμα για τον Σμιτ είναι αυτό που αποκαλεί ταυτότητα του βιολογικού είδους [specie], δηλ. ο ρατσισμός. Εδώ ο Σμιτ φθάνει στον υψηλότερο βαθμό ταύτισης με το ρατσισμό και τη μέγιστη συνυπευθυνότητα με το ναζισμό. Αυτό είναι γεγονός, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η επιλογή, η ανάγκη να εντοπίσουμε ένα ρήγμα στο απολιτικό σώμα του λαού, είναι άμεση συνέπεια της σύλληψής του για τη λειτουργία του κινήματος. Εάν το κίνημα είναι το πολιτικό στοιχείο ως αυτόνομη οντότητα, από πού μπορεί να αντλεί την πολιτική του; Η πολιτική του μπορεί μόνο να θεμελιωθεί στην ικανότητά τoυ να εντοπίζει έναν εχθρό στο εσωτερικό του λαού –στην περίπτωση του Σμιτ, ένα φυλετικά ξένο στοιχείο. Όπου υπάρχει κίνημα, υπάρχει πάντα μια ρωγμή που τέμνει εγκάρσια και διαιρεί το λαό· εν προκειμένω, εντοπίζοντας έναν εχθρό. Γι’ αυτό νομίζω ότι πρέπει να ξανασκεφτούμε την έννοια του κινήματος και τη σχέση του με το λαό και το πλήθος. Στον Σμιτ βλέπουμε ότι τα στοιχεία που έχουν αποκλειστεί από το κίνημα επιστρέφουν ως «αυτό για το οποίο πρέπει να αποφασίσουμε»· το πολιτικό πρέπει να αποφασίσει για το απολιτικό. Το κίνημα αποφασίζει πολιτικά για το απολιτικό. Μπορεί να είναι φυλετικό ζήτημα, αλλά μπορεί και να είναι μια διαχείριση-διακυβέρνηση των πληθυσμών, όπως σήμερα.
Τα ερωτήματά μου είναι τα εξής:
Πρέπει άραγε να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε την έννοια του κινήματος; Εάν δηλώνει ένα κατώφλι πολιτικοποίησης του απολιτικού, μπορεί να υπάρξει ένα κίνημα που να είναι διαφορετικό από τον εμφύλιο πόλεμο;
ή
Σε ποια κατεύθυνση μπορούμε να ξανασκεφτούμε την έννοια του κινήματος και της σχέσης του με τη βιοπολιτική;
Εδώ δεν θα σας δώσω απαντήσεις· πρόκειται για ένα μακροπρόθεσμο ερευνητικό πρόγραμμα. Έχω όμως μερικές ενδείξεις:
  • Η έννοια της κινήσεως είναι κεντρική στον Αριστοτέλη, ως σχέση μεταξύ δυνάμεως και πράξεως. Ο Αριστοτέλης ορίζει την κίνηση ως πράξη της δυνάμεως ως δυνάμεως, όχι ως «πέρασμα στην πράξη». Κατά δεύτερον, λέει ότι η κίνηση είναι ατελής, πράξη χωρίς σκοπό (ή χωρίς τελειότητα). Εδώ θα πρότεινα μια τροποποίηση στην άποψή του, και σ’ αυτό ίσως ο Tόνι συμφωνήσει για μια φορά μαζί μου: ότι η κίνηση [/το κίνημα] είναι η συγκρότηση της δυνάμεως ως δυνάμεως. Αν όμως αυτό ισχύει, τότε δεν μπορούμε να σκεφτούμε το κίνημα ως εξωτερικό ή αυτόνομο σε σχέση με το πλήθος. Δεν μπορεί ποτέ να υπάγεται σε μια απόφαση, οργάνωση, κατεύθυνση του λαού, ή να αποτελεί στοιχείο πολιτικοποίησης του πλήθους ή του λαού.
  • Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή στον Αριστοτέλη είναι ότι η κίνηση είναι μια πράξη ατελής, χωρίς τέλος, πράγμα που σημαίνει ότι η κίνηση διατηρεί ουσιαστική σχέση με μια στέρηση, μια απουσία τέλους. Η κίνηση είναι πάντοτε, συστατικά, η σχέση με την έλλειψή της, την απουσία τέλους ή έργου. Αυτό στο οποίο διαφωνώ πάντα με τον Tόνι είναι αυτή η έμφαση που δίνει στην παραγωγικότητα. Εδώ πρέπει να ξαναδιεκδικήσουμε την απουσία έργου ως κεντρική. Είναι αδύνατο να υπάρξει τέλος και έργον για την πολιτική: η κίνηση είναι η απροσδιοριστία και η ατέλεια κάθε πολιτικής, αφήνει πάντα ένα υπόλειμμα.
Σε αυτή την οπτική, το ρητό που ανέφερα στην αρχή ως κανόνα μου θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί οντολογικά ως εξής: η κίνηση είναι αυτή που, όταν υπάρχει, είναι σαν να μην υπάρχει, υπολείπεται του εαυτού της, ενώ, όταν δεν υπάρχει, είναι σαν να υπάρχει, περισσεύει από τον εαυτό της. Είναι ένα κατώφλι απροσδιοριστίας ανάμεσα σε μια υπερβολή και μια έλλειψη που χαράζει το όριο κάθε πολιτικής στη συστατική της ατέλεια.


[1] Υπενθυμίζεται ότι ο όρος movimento που χρησιμοποιείται εδώ, όπως και οι αντίστοιχοί του σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες, σημαίνει ταυτόχρονα κίνημα και κίνηση (σ.τ.μ.).
* Στο πρωτότυπο οι ελληνικές λέξεις με λατινικά στοιχεία (σ.τ.μ.).
To παραπάνω κείμενο προέρχεται από διάλεξη του Αγκάμπεν με τίτλο Che cos’è un movimento, στο πλαίσιο σεμιναρίου του δικτύου Uni.Nomade, στις 29 Ιανουαρίου 2005 στην Πάντοβα, με τίτλο Democrazia e Guerra (Δημοκρατία και πόλεμος).
Μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης, με βάση τη μεταγραφή και μετάφραση στα αγγλικά από την Arianna Bove
Πηγή κειμένου: Nomadic Universality

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

ΝΑ ΞΑΝΑΡΧΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ; Του Ian Pirie (εισαγωγή στην σκέψη του Κ.Καστοριάδη)























[Η μελέτη αυτή γράφτηκε από τον ακαδημαϊκό Ian Pirie, για το πανεπιστήμιο του ανατολικού Λονδίνου το Μάρτιο του 2001. Μεταφράστηκε από το περιοδικό “Terminal 119 – για την κοινωνική και ατομική αυτονομία” (www.terminal119.gr ) στα τέλη Μαρτίου του 2006.]

Προκαταρκτικές Σημειώσεις των Μεταφραστριών/-ων: Στις υποσημειώσεις συχνά αναφέρονται οι συντομογραφίες CR καιPSW οι οποίες παραπέμπουν στα βιβλία Castoriadis Reader και Political and Social Writings αντίστοιχα. Το CastoriadisReader αποτελεί έναν τόμο που εκδόθηκε υπό την επιμέλεια του συγγραφέα David Ames Curtis, μαθητή του Καστοριάδη άλλωστε, και περιέχει μια συλλογή κειμένων σχεδόν από όλη τη συγγραφική πορεία του πολιτικού στοχαστή. Η έμφαση, βέβαια, δίνεται σε κείμενα και συνεντεύξεις που δόθηκαν μετά το 75’ και ως το 96’, κι αυτό γιατί πάρα πολλά από τα προηγούμενα κείμενα του Καστοριάδη (από το Socialisme ou Barbarie) είχαν εκδοθεί στο τρίτομο έργο Political and Social Writings. Και αυτό το τελευταίο έργο εκδόθηκε υπό την επιμέλεια του David Ames Curtis. Και οι δύο εκδόσεις είχαν εγκριθεί από τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Το «να ξαναρχίσουμε την επανάσταση;» του Ian Pirie είναι το πρώτο μέρος ενός κειμένου που αναφερόταν σε μια σύνοψη του έργου του φιλοσόφου. Πιθανόν, αργότερα το Terminal να προμηθευτεί και να μεταφράσει και το δεύτερο μέρος του κειμένου που ασχολείται κυρίως με τα θέματα της καστοριαδικής φιλοσοφίας μετά τη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας (ΦΘΚ).




Πολιτική και κοινωνία στην σκέψη του Κ. Καστοριάδη (1922-1997)

1.Σύνοψη

Λίγες εβδομάδες πριν τον θάνατό του, το 1997,σε ηλικία 75 ετών, ο Κορνήλιος Καστοριάδης είπε: «είμαι επαναστάτης, και επιθυμώ να δω ριζοσπαστικές αλλαγές»[1].Το 1949, ο Καστοριάδης αποτέλεσε έναν από τους  ιδρυτές μιας σημαντικής επαναστατικής ομάδας, που ονομαζόταν «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», και είχε ως πρωταρχικό σκοπό την εργατική αυτοδιεύθυνση˙ από το 1980 ήταν διευθυντής σπουδών στην  Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι. Ωστόσο, είχε προ πολλού εγκαταλείψει την παραδοσιακή «αριστερή» ή μαρξιστική αντίληψη για την επανάσταση ως κατάληψη της κρατικής εξουσίας, αντιθέτως, ανέπτυξε την άποψη ότι το κεντρικό πρόβλημα όλων των κοινωνιών ήταν η απουσία της «αυτονομίας». Παντού οι κοινωνίες, είτε καπιταλιστικές είτε κομμουνιστικές, είχαν δώσει την εξουσία σε κάποιον ή κάτι «εξωτερικό απ’ αυτές» (ετερονομία).Αυτή η ετερόνομη εξουσία μπορεί να είναι μια «άρχουσα τάξη», μια γραφειοκρατία, ή μια θρησκευτική ελίτ ή μπορεί να είναι μια θεώρηση του κόσμου –όπως  είναι ο «ντετερμινισμός» ή «οι θεϊκές επιταγές» ή ακόμη κι οι «φυσικοί νόμοι». Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το κρίσιμο σημείο ήταν το γεγονός ότι ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η κοινωνία εμποδίζει τους ανθρώπους  να δουν ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς, ότι θα μπορούσαν δημοκρατικά να έχουν οι ίδιοι τον έλεγχο των υποθέσεων τους. Αυτές οι ιδέες διαμόρφωσαν τη βάση της σκέψης του πάνω στην «φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» και της άποψής του ότι η ύπαρξη του «ριζικού κοινωνικού φαντασιακού» είναι το κλειδί για μια επαναστατική κοινωνική αλλαγή. Εξαιτίας αυτής της πρωτότυπης προσέγγισης ονόμασα αυτό το δημοσίευμα «να ξαναρχίσουμε την επανάσταση».

Αν και το παρελθόν τοu ήταν μαρξιστικό και τροτσκιστικό, ο  Καστοριάδης, ο οποίος είχε πάντα ισχυρά, ακριβή και ποικίλα επιχειρήματα, ήταν ευρέως γνωστός για τις κριτικές  του στην «παραδοσιακή αριστερά». Ήταν ιδιαίτερα κριτικός απέναντι στο διαχωρισμό θεωρίας και πράξης που έβλεπε στον μαρξισμό-σε πείσμα πολλών μαρξιστών που ισχυρίζονται το αντίθετο[2](βλέπε παρακάτω στο 5ο μέρος ). Στα περισσότερα γραπτά του ο Καστοριάδης υπερέβη τα  στενά όρια αυτού που αποκαλείται «πολιτική». Έγραψε διεξοδικά και έγκυρα πάνω σε φιλοσοφικά ζητήματα – ειδικά πάνω στη φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη – και σε μαθηματικά καθώς και ζητήματα ψυχολογίας, και αντλούσε και από  μαθηματικές και ανθρωπολογικές πηγές. Θεμελιώδες στη σκέψη του είναι η προσπάθεια να «βάλει την θεωρία στη θέση της», δίνοντας έμφαση τόσο στη σπουδαιότητα όσο και στους περιορισμούς της θεωρίας.

Αλλά και η «πράξη» του Καστοριάδη ήταν πολύπλευρη, καθώς συνέβαλε ενεργά όχι μόνο στην πολιτική αλλά και στην οικονομική συζήτηση καθώς και στην ψυχανάλυση. Για παράδειγμα, φεύγοντας από την Ελλάδα για το Παρίσι στα τέλη του Πολέμου (το 1945}, εργάστηκε για τον ΟΟΣΑ από το 1948 ως το 1970. Όταν ξεκίνησε να εργάζεται στον ΟΟΣΑ ήταν τροτσκιστής, και παρέμεινε επαναστάτης, έτσι η επιλογή της δουλειάς του φαίνεται λίγο περίεργη, αλλά (όπως  σαρκαστικά σχολιάζει ο Curtis[3]) του έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσει από πρώτο χέρι τον καπιταλισμό και τη γραφειοκρατία (επιπλέον, τον εφοδίασε με μια κριτική σύλληψη του προβλήματος της «ανάπτυξης»[4]). Θεωρούσε ότι ένα από τα συμπτώματα της αποτυχίας να συνδεθεί η θεωρία με την πράξη βρίσκεται στην ανάπτυξη της γραφειοκρατίας, της οποία έβλεπε ως διαχωρισμό  διευθυντών –διευθυνόμενων. (βλέπε παρακάτω στο 3ο μέρος, για την γραφειοκρατία, και την καστοριαδική διατύπωση: «γραφειοκρατική κοινωνία»).

Ο Καστοριάδης ασκούσε το επάγγελμα του ψυχαναλυτή (αν και δεν είχε σχέση με το διεθνές ψυχαναλυτικό κατεστημένο) το 1974. (Συνεργαζόταν με μια ομάδα ψυχαναλυτών που είχαν έρθει σε ρήξη με τους οπαδούς του Lacan  το 1968). Κατά την άποψή μου, μια από τις πιο πρωτότυπες συμβολές του στην σύγχρονη σκέψη βρίσκεται στη σύνδεση της ατομικής και κοινωνικής ανάγκης για αυτοκαθορισμό και αυτονομία (τον ισχυρισμό αυτό επεξεργάζομαι παρακάτω, στο 5ο μέρος )[5].

Στην πραγματικότητα, ελάχιστοι στοχαστές του 20ου αιώνα είχαν την ευρύτητα γνώσεων και το βάθος κατανόησης του ατόμου και της κοινωνίας που είχε ο Καστοριάδης. Στην εποχή του μεταμοντερνισμού και του κυνισμού λίγοι ήταν αυτοί που τήρησαν μια τέτοια δέσμευση για όλη τους τη ζωή προς το στόχο της ριζικής πολιτικής απελευθέρωσης, καθώς και μια πίστη τόσο για την ανάγκη όσο και για τη δυνατότητα μιας τέτοιας απελευθέρωσης.
.
Επιπλέον, τα ερωτήματα που έθεσε ο Καστοριάδης είναι ακόμη επίκαιρα. Έχουμε τη δυνατότητα να έχουμε τον έλεγχο στις ζωές μας; Πώς θα μπορέσουμε να έχουμε εξίσου ελεύθερα άτομα και  ελεύθερη κοινωνία; Πόσο μακριά μπορούμε να πάμε στην κατανόηση της κοινωνίας της οποίας αποτελούμε ένα τμήμα της; Και, ίσως, πάνω απ’ όλα, ποιος είναι ο ρόλος της «θεωρίας» σε σχέση με το πρόταγμα του να «ξαναρχίσουμε την επανάσταση»; Τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα  που αναγνώρισε περιμένουν ακόμη την λύση τους, ανάμεσα τους: η γραφειοκρατία, η ετερονομία και ο κατακερματισμός και η απουσία νοήματος του σύγχρονου κόσμου. Δεδομένου αυτού, αποτελεί ένα γρίφο για μένα το ότι δεν έγινε πιο γνωστή η σκέψη του Καστοριάδη, και είναι ένας από τους σκοπούς δημοσίευσης να συνοψίσω τη συμβολή του στην σύγχρονη πολιτική σκέψη με τέτοιο τρόπο ώστε ο αναγνώστης να δελεαστεί να ανακαλύψει περισσότερα γι’ αυτόν.

Η φράση « να ξαναρχίσουμε την επανάσταση» έμοιαζε κατάλληλη ως τίτλος αυτής της δημοσίευσης, για διάφορους λόγους. Καταρχήν,  ήταν ο τίτλος ενός κειμένου γραμμένο για το «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» (εφεξής: SOu  B.) το 1963/4, στο οποίο ο Καστοριάδης κάνει λόγο για την «καταστροφή του κλασσικού μαρξισμού». Το άρθρο «να ξαναρχίσουμε την επανάσταση» (βλέπε την υποσημείωση (2) παραπάνω) μεταφράστηκε (ως: Να επανα-προσδιορίσουμε την επανάσταση) από τον Maurice Brinton για την αγγλική ομάδα «Αλληλεγγύη» (Solidarity), και ήταν αυτή η προκήρυξη της Solidarity που αποτέλεσε την πρώτη μου επαφή με την σκέψη του Καστοριάδη και βρήκα αυτή την καινούργια οπτική της επανάστασης εξίσου πειστική και συναρπαστική. Η φράση, επίσης αντανακλά αρκετές κεντρικές θέσεις της καστοριαδικής σκέψης. Σε όλη του την ζωή πίστευε στην επανάσταση, αλλά έφτασε στο σημείο να δει, πρώτον ότι ο όρος  «επανάσταση» έχρηζε επαναπροσδιορισμού, από τότε που η παραδοσιακή αριστερή ιδέα  της κατάληψης του κράτους  αποδείχθηκε πλήρης αποτυχία - η ΕΣΣΔ δεν ήταν, σύμφωνα με αυτόν, ένας  παράδεισος των εργατών. Επιπλέον, η επαναστατική θεωρία έπρεπε να επανεξεταστεί ως « αυτό που είναι ουσιώδες στην πραγματικότητα σήμερα…μπορεί να κατανοηθεί μόνο υπό το φως διαφορετικών αναλύσεων».Τελικά, ο Καστοριάδης κατέληξε στην άποψη ότι από τη στιγμή που η ίδια η κοινωνία, και όλα τα κοινωνικά πράγματα, είναι προϊόντα της συλλογικής φαντασίας (συλλογικό φαντασιακό), η επαναστατική αλλαγή πρέπει να συνίσταται στον θεμελιώδη επαναπροσδιορισμό των νοημάτων πάνω στα οποία η υπάρχουσα κοινωνία βασίζεται. Αυτή η δεύτερη ιδέα εκφράζεται στην καστοριαδική έννοια του «ριζικού κοινωνικού φαντασιακού».

Αυτό το κείμενο θα εξερευνήσει την εξέλιξη των ιδεών του Καστοριάδη, από τον επαναστατικό μαρξισμό, μέσω της φιλοσοφίας, της κοινωνικής θεωρίας και ψυχολογίας, προς μια απόρριψη του μαρξισμού και προς την διατύπωση μιας κριτικής του σύγχρονου κόσμου από μια νέα επαναστατική προοπτική. Αυτές οι σκέψεις καταγράφονται σε τρία κείμενα που γράφτηκαν από τον Καστοριάδη μεταξύ 1959 και 1965: «Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση» (εφεξής ΣΚΕ), «Να Ξαναρχίσουμε την Επανάσταση» (ΝΞΕ) και «Σύγχρονη Επαναστατική Θεωρία» (ΣΕΘ).Το τελευταίο από τα τρία κείμενα ανατυπώθηκε ως το πρώτο μέρος της «Φαντασιακής Θέσμισης της Κοινωνίας (εφεξής ΦΘΚ).(Βλέπε την βιβλιογραφία για περισσότερες λεπτομέρειες πάνω στην δουλειά του Καστοριάδη).

Μελλοντικά, θα εξετάσω την κεντρικότητα του «κοινωνικού φαντασιακού» αντλώντας από ένα κείμενο του 1975, το οποίο απετέλεσε το δεύτερο μέρος της ΦΘΚ. Ωστόσο, καταρχήν, θα συνεχίσω με τη σύντομη περίληψη των ιδεών του Καστοριάδη και της πολιτικής και φιλοσοφικής του θέσης. Ελπίζω ότι αυτή η περίληψη θα ενισχύσει τον ισχυρισμό που θα ‘θελα να κάνω, ότι δηλαδή η έννοια του ριζικού κοινωνικού φαντασιακού  σταδιακά αναδύθηκε από την πρώιμη μαρξιστική σκέψη και ότι υπάρχει μια συνέχεια ανάμεσα στις πρώιμες και τις όψιμες ιδέες του Καστοριάδη[6].

Σε μερικούς αναγνώστες, χωρίς αμφιβολία, ο διάλογος με τον Μαρξ θα φανεί ως ένα «μυστήριο» ή ακόμη και άνευ σημασίας. Εντούτοις, θέλω να δείξω, πρώτον, ότι ο Καστοριάδης προσπάθησε συνεχώς να κατανοήσει το κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό ευρύτερο γενικό πλαίσιο της ζωής του και δεύτερον, (με το να κάνει αυτό) ότι ήταν πιστός απέναντι σε ένα από τα πιο βασικά δόγματα της μαρξιστικής φιλοσοφίας, το οποίο είναι ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο και τη συμμετοχή μας σε αυτόν, εάν η «πράξη» μας δεν αντανακλά τη «θεωρία» μας και αν η θεωρία μας δεν έχει κανένα έρεισμα στον πραγματικό  κόσμο (βλέπε σημείωση 2). Επιπλέον, στην σκέψη μας πρέπει να ξεκινήσουμε με τον πραγματικό κόσμο, και όταν ο πραγματικός κόσμος αλλάζει χρειάζεται να αλλάζουμε τη σκέψη μας για να τον κατανοήσουμε (και όχι να συνεχίζουμε να ισχυριζόμαστε ότι οι προβλέψεις μας είναι σωστές παρά το γεγονός ότι όλα τα στοιχεία συνηγορούν για το αντίθετο).Ο Καστοριάδης πάντοτε πάλευε να αποκαταστήσει την σύνδεση μεταξύ θεωρίας και πράξης, και πάντα προσπαθούσε να συνθέσει μια φιλοσοφία σχετική με την κοινωνική και πολιτική δράση. Κάνοντας αυτό, ενώ παράλληλα απέρριπτε τον μαρξισμό, πιστεύω ότι προχώρησε ένα σημαντικό βήμα προς  το να βάλει την θεωρία στη θέση της.

Το διακριτικό χαρακτηριστικό της οπτικής του Καστοριάδη, τότε, ήταν η ικανότητά του να αναγνωρίζει τις κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες του 20ου αιώνα -συμπεριλαμβανομένης της (κατ’ αυτόν) παρωδίας του «σοσιαλισμού» στη Σοβιετική Ένωση και του θανάτου του μαρξισμού και άλλων επαναστατικών κινημάτων - ενώ διατηρούσε μια πίστη σε και μια ελπίδα για ένα ριζικά καλύτερο μέλλον. Στη δική του «γενική εισαγωγή»  στον πρώτο τόμο των Πολιτικών και Κοινωνικών Γραπτών, γραμμένη το 1972[7],σκιαγραφεί τα σημαντικά στάδια της ζωής του, που αναγνωρίζονται σε αυτό το δημοσίευμα. Επίσης, συνοψίζει (σελ. 3) «λίγα γεγονότα» σχετικά με τις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο.
Αυτή η περίληψη αξίζει να παρατεθεί, παρόλη την έκτασή της, καθώς δίνει μια ένδειξη του πώς είδε τον 20ο αιώνα. Το απόσπασμα επίσης ρίχνει φως σε αρκετά θέματα-κλειδιά (σημειωμένα με πλάγια γράμματα από μένα),τα οποία εξετάζει η σκέψη του:

«η επέκταση της ρωσικής  γραφειοκρατικής  μηχανής και της αυτοκρατορίας της πάνω στο μισό της Ευρώπης η άνοδος της γραφειοκρατίας στην εξουσία στην Κίνα˙ η κρίση του σταλινισμού, ο ιδεολογικός του θάνατος και η πραγματική του επβίωση˙ οι λαϊκές εξεγέρσεις εναντίον της γραφειοκρατίας στην Ανατολική Γερμανία, Πολωνία, Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία ˙ η εξαφάνιση των κινημάτων της παραδοσιακής εργατικής τάξης στις δυτικές χώρες˙ και η ιδιώτευση των ατόμων σε όλες τις χώρες…η εσωτερική κατάρρευση του συστήματος αξιών και αρχών στην σύγχρονη κοινωνία, η αμφισβήτηση, στα λόγια καθώς και στα έργα, των θεσμίσεων, κάποιες από τις οποίες (σχολεία, φυλακές) χρονολογούνταν από την απαρχή των ιστορικών κοινωνιών και άλλες (όπως η οικογένεια) γεννήθηκαν κάπου στην αχλύ του παρελθόντος… η έκλειψη … των κληρονομημένων μας αντιλήψεων και όλων των αντιλήψεων για στοχασμό και δράση, με την κοινωνία να έχει αποστερηθεί της γνώσης της - και αυτή η γνώση  μόνη της να διογκώνεται σαν κακοήθης όγκος, σε μια βαθιά κρίση τόσο ως προς το νόημα όσο και προς την λειτουργία, η απεριόριστη διάδοση ενός πλήθους κενών και αναξιόπιστων λόγων, η βιομηχανοποιημένη τους ιδεολογική κατασκευή και η αδηφαγία της αγοράς για μια πλαστικοποιημένη ποπ φιλοσοφία…».

Θα ήταν εύκολο, όπως έκαναν πολλοί, βλέποντας αυτές τις βαθιές αλλαγές, να συμπεράνει κανείς ότι η ιστορία πράγματι τελείωσε, ότι όλες οι ιδεολογίες είναι εξίσου άχρηστες και επικίνδυνες, ότι η «πρόοδος» που αντιπροσώπευε ή υποσχόταν η νεωτερικότητα ήταν μια αυταπάτη κλπ. Εν τούτοις ο Καστοριάδης απέρριψε αυτό που είδε ως κενότητα της μεταμοντέρνας σκέψης και πάντοτε πίστευε ότι μπορούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο, χωρίς ωστόσο να πέσουμε στην παγίδα του να πιστεύουμε ότι κάποτε θα τα εξηγήσουμε όλα.

Το κλειδί αυτής της ρεαλιστικής αλλά και κριτικής προσέγγισης βρίσκεται σ’ αυτό που ο Καστοριάδης ονομάζει ριζική φαντασία. Αυτή δημιουργεί όλες τις κοινωνικές θεσμίσεις-με την ευρύτερη έννοια του όρου «θεσμίσεις» και περιλαμβάνει τόσο την λογική σκέψη όσο και τις αξίες και νόρμες στις όποιες είμαστε προσκολλημένοι. Πάντα απέρριπτε τον ντετερμινισμό, σε κάθε του μορφή, και η διατύπωση ως αρχής της ριζικής (κοινωνικής) φαντασίας  τον κατέστησε ικανό να αναπτύξει μια εξελιγμένη εναλλακτική θεωρία απέναντι στις ντετερμινιστικές εξηγήσεις της κοινωνίας. Από τη στιγμή που εμείς δημιουργήσαμε και συνεχώς δημιουργούμε την κοινωνία, από τη στιγμή που κάνοντας αυτό μας κάνει αυτό που είμαστε, τότε πρέπει να παλέψουμε για να υπερασπιστούμε αυτή την ικανότητα, αλλιώς θα βρεθούμε να επιτρέπουμε στις θεσμίσεις που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε να καθορίζουν το μέλλον μας. Αυτός ο τρόπος οπτικής της κοινωνίας θεμελιώνει ξεκάθαρα την πολιτική αρχή της αυτονομίας[8].

Ωστόσο, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι αυτό, για τον Καστοριάδη, ήταν η κοινωνική αυτονομία, η οποία, αναπόφευκτα, θέτει σε δοκιμασία τον αυτό-περιορισμό. Πιστεύω ότι αυτή η ιδέα είναι σύμφωνη με την ψυχαναλυτική του προσέγγιση. Διότι, ως ψυχαναλυτής, κατάλαβε ότι το άτομο είναι αναγκαίο να είναι αυτόνομο(να μην είναι κατευθυνόμενο από άλλους ή από δυνάμεις έξω απ’ αυτόν/την) αλλά να είναι και ικανό να ζήσει με άλλους (στην οικογένεια και στην κοινωνία).Εκτός αυτού, μπορούμε να πούμε ότι ο σκοπός της ψυχανάλυσης είναι να βοηθήσει το άτομο να αποκαταστήσει μια χαμένη ισορροπία – διατηρώντας μια αίσθηση ατομικότητας («εαυτού») ενώ την ίδια στιγμή αναγνωρίζει την κοινωνική διάσταση της ταυτότητάς του/της. Και, καθώς αυτό απαιτεί ότι το άτομο πρώτα αναγνωρίζει και κατόπιν ορίζει τους περιορισμούς της αυτονομίας του, έτσι γίνεται και με την κοινωνία: ο θεμελιώδης σκοπός κάθε κοινωνίας είναι να δημιουργεί και κατόπιν να διατηρεί την ταυτότητά της. Δυστυχώς, οι περισσότερες κοινωνίες έχουν «χάσει» αυτή τη γνώση ότι είναι, όπως και ήταν, δημιούργημα των ίδιων – για αυτό και η παραπάνω αναφορά για την «αποστέρηση της (κοινωνικής) γνώσης».

Επιπρόσθετα, υπάρχει ένας μύθος που διαποτίζει τα πάντα, ότι ειδικά με την βοήθεια της τεχνολογίας «δεν υπάρχουν όρια», ότι εμείς (η σύγχρονη) κοινωνία μπορούμε να έχουμε πλήρη ελευθερία – κάτι που φανερώνεται έντονα ως επιθυμία για πλήρη έλεγχο πάνω στη φύση. Ο Καστοριάδης θα έλεγε ότι αυτό δεν είναι μόνο ακατόρθωτο, αλλά με μια πολύ πραγματική έννοια είναι και ανορθολογικό.

Τα ερωτήματα που πρέπει να τεθούν σε αυτά τα κείμενα εν τέλει κινούνται προς τη βιωσιμότητα αυτής της θεώρησης της ανθρωπότητας – την κοινωνική φαντασία (κοινωνικό φαντασιακό) και τις επιπτώσεις της στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Έτσι, τα βασικά ερωτήματα, στο τέλος, θα είναι: κατά πόσο  ο Καστοριάδης πέτυχε  να θέσει μια φιλοσοφική βάση για μια νέα προσέγγιση στην επαναστατική κοινωνική αλλαγή ˙ κατά πόσο «επαναπροσδιόρισε» επιτυχώς την επανάσταση ˙ και κατά πόσο το έκανε αυτό  χωρίς να προδώσει το ριζοσπαστικό στόχο του. Αν δεν συμφωνούμε με τον Καστοριάδη, μπορεί είτε να καταλάβουμε ότι οι θεμελιώδεις αρχές και ορισμοί είναι ατελείς και να απορρίψουμε όλη την προσέγγιση ή μπορεί να συμφωνήσουμε με τις έννοιες του ριζικού φαντασιακού και της αυτονομίας, όπως τις όρισε, αλλά να βρούμε ότι είναι δυνατόν να αντλήσουμε από αυτές μια φιλελεύθερη, ρεφορμιστική ακόμη και μια πλουραλιστική πολιτική – αν και αυτό δεν ήταν ποτέ η πρόθεση του Καστοριάδη.

2. Αφήνοντας τον Τροτσκισμό

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης[9] γεννήθηκε στην Ισταμπούλ και σπούδασε νομικά, οικονομικά και φιλοσοφία στην Αθήνα. Παρόλο που ήταν μέλος της νεολαίας του ΚΚΕ το 1937, αργότερα άσκησε κριτική στο ΚΚΕ «από τα  μέσα» και τελικά έγινε τροτσκιστής. Κατά τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα το 1941 επέζησε, όπως λέει ο ίδιος, «τη διπλή δίωξη από την Γκεστάπο και την τοπική [Σταλινική] GPU (η οποία δολοφόνησε δεκάδες τροτσκιστών αγωνιστών κατά τη διάρκεια και μετά την Κατοχή)” (PSW, τόμος 1ος, σελ 5). Στο τέλος του πολέμου ο Καστοριάδης πήγε στη Γαλλία και συν-ίδρυσε μαζί με τον Claude Lefort, το 1949, τη S.ou B. (Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα)[10], μια επαναστατική πολιτική ομάδα που υιοθετούσε τις ιδέες περί αυτοδιαχείρισης των εργατών και η οποία ήταν ακριβώς και το επίκεντρο της δραστηριότητας και των συζητήσεων ενός μικρού αριθμού πρώην τροτσκιστών (αργότερα εντάχθηκε στην ομάδα και ο Jean-Francois Lyotard για κάποιο καιρό – διαχωρίστηκε από αυτήν το 1963). Αυτή η ομάδα παρήγαγε ένα περιοδικό υπό το ίδιο όνομα, περιοδικό το οποίο κυκλοφορούσε μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 60’.

Λέγεται συχνά ότι η Sou B(σχεδόν μόνη της ανάμεσα στις αριστερές ομάδες) είχε έναν αντίκτυπο πάνω στα «γεγονότα» του Μάη του 68’ στη Γαλλία[11]. Αυτό συνέβη, κυρίως, λόγω του ότι η ομάδα διατήρησε μια επαναστατική σοσιαλιστική θέση ενώ την ίδια στιγμή, σε αντίθεση με πολλούς διανοούμενους (πχ τον Σαρτρ και τον Αλτουσέρ στη Γαλλία, τον Λούκατς στην Ουγγαρία), ήδη ετοιμαζόταν να ασκήσει κριτική στις «γραφειοκρατικές διαστρεβλώσεις» του «σοσιαλισμού» στη Σοβιετική Ένωση, στη γραφειοκρατία καθώς και στον οπορτουνισμό των υπέρ της Ρωσίας δυτικών ΚΚ. Καθώς ήταν ξεκάθαρο για τη S.ou Bότι το νέο Σοβιετικό καθεστώς εκμεταλλευόταν τους εργάτες ακόμη πιο βάναυσα απ’ ότι αυτό γινόταν στην «ελεύθερη Δύση» – οι υποσχέσεις για μια νέα αταξική κοινωνία προς την οποία οι εργάτες κατεύθυναν τις προσπάθειές τους είχαν αποδειχθεί κενά λόγια («όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» για παράδειγμα – με την προϋπόθεση ότι θα ακολουθούσαν την μπολσεβίκικη γραμμή). Επιπλέον, αντίθετα με πολλούς επαναστάτες που επηρεάστηκαν από τον Τρότσκι, (όπως ο Έρνεστ Μαντέλ), ο Καστοριάδης και οι σύντροφοί του αντιτέθηκαν επίσης «στην εθελοτυφλία» του Τρότσκι «γύρω από το σταλινισμό». Και άσκησε κριτική στους οπαδούς του Τρότσκι στην 4η Διεθνή για την, όντως, «παγωμένη» θεωρία της Σοβιετικής Ένωσης πχ την αντίληψή τους ότι επρόκειτο για ένα εργατικό κράτος και ότι, όλο κι όλο, αυτό που χρειαζόταν να αλλάξει ήταν η «γραφειοκρατική» του ηγεσία[12]. Για τον Καστοριάδη, ο οποίος έγραφε το 1947, η Σοβιετική Ένωση αποτελούσε μια «νέα και αριστοτεχνική μορφή της ταξικής κοινωνίας», την οποία ονόμαζε «γραφειοκρατική κοινωνία» – θα επιστρέψουμε παρακάτω σε κάποιες από τις επαγωγές της ιδέας μιας γραφειοκρατικής κοινωνίας, συγκεκριμένα στον ιδιαίτερο ορισμό του Καστοριάδη για την ξένωση (σημειώνοντας παράλληλα ότι αυτή είναι ξεκάθαρα διακριτή από μια κυριαρχούσα γραφειοκρατία).

Οι εξεγέρσεις, επίσης, στην Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία και την Ουγγαρία κατά τη δεκαετία του 50’ (και αργότερα στην Τσεχοσλοβακία) δικαίωσαν και ενδυνάμωσαν την προοπτική της Sou B. με μια διττή έννοια: αφενός, από τη στιγμή που οι εργάτες διαδήλωναν ενάντια στις «εργατικές» τους κυβερνήσεις, ο ισχυρισμός αυτών των καθεστώτων ότι είναι σοσιαλιστικά αποδείχτηκε κενός και, αφετέρου, αποδείχτηκε ότι οι εργάτες είχαν μια εναλλακτική – το να συστήσουν εργατικά συμβούλια και να ασκήσουν μια πραγματική εξουσία τόσο πάνω στην παραγωγή όσο και στην κοινωνία[13].
Όπως είναι γνωστό, πολλά μέλη των ΚΚ έφυγαν απογοητευμένα εκείνη την περίοδο και, ιδιαίτερα, μετά την αποκήρυξη του Στάλιν από τον Χρουτσώφ το1956. Ωστόσο, πολλοί στην αριστερά, ιδιαίτερα μετά την «αναθέρμανση», διατήρησαν την πίστη τους ότι η ΕΣΣΔ εξέφραζε μια νέα και επιθυμητή κοινωνία. Οι επιθέσεις του Καστοριάδη σε όλη τη βάση του σοβιετικού καθεστώτος («Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών – τέσσερις λέξεις, τέσσερα ψέματα» είχε πει κάποτε) δυσαρέστησαν πολλούς από τους συνοδοιπόρους του[14].
Το 1966, ο Καστοριάδης έπεισε τη S. ou B. να διαλυθείΑπό τη μια μεριά, αυτό συνέβη λόγω μιας αίσθησης απογοήτευσης εξαιτίας της παθητικότητας των αναγνωστών του περιοδικού (όπως και ο Μαρξ, είδε «την κατανάλωση» ως έναν τρόπο αποχαύνωσης των μαζών). Αλλά, από την άλλη πλευρά, ήταν ικανός να δει ότι το πολιτικό μήνυμα της Sou B.είχε αναληφθεί από τους φοιτητές/ τις φοιτήτριες και άλλους κατά τη δεκαετία του 60’ και, κατά κάποιο τρόπο, δικαιώθηκε από την επανάσταση που πλησίαζε στη Γαλλία το Μάη του 1968. Συγκεκριμένα, η εχθρότητα για τα γραφειοκρατικοποιημένα πολιτικά κόμματα και το αίτημα για εργατική αυτοδιαχείριση, που προέρχονταν από τη Sou B., ήταν «στοιχεία-κλειδιά» για τα γεγονότα του Μάη.



3.Οικοδομωντας πάνω στον Μαρξ: από την εργατική εξουσία στην αυτονομία.

Ο Καστοριάδης τότε εργαζόταν στην Γαλλία ως  «διευθυντής του κλάδου στατιστικής, εθνικών υπολογισμών , και αναπτυξιακών  σπουδών» στον ΟΟΣΑ. Τα γραπτά του εκείνο τον καιρό διακατέχονται ακόμη από την επιθυμία να χρησιμοποιήσουν τη μαρξιστική θεωρία εναντία στον Μαρξ. Για παράδειγμα, μπορούμε να πάρουμε ένα κείμενο που είναι κεντρικό στην δουλειά του Καστοριάδη (το «Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση - εφεξής ΣΚΕ)[15].Γραμμένο το 1959, αυτό το κείμενο κυκλοφόρησε στα μέλη του Sou B. (που συμπεριλάμβανε τόσο εργάτες όσο και διανοουμένους), δουλεύτηκε ξανά ανταποκρινόμενο στις κριτικές τους, και δημοσιεύτηκε το 1960. Σ’ αυτό ο Καστοριάδης περιγράφει την ανάπτυξη του σύγχρονου  καπιταλισμου, και των παλαιότερων και σύγχρονων εργατικών αγώνων. Ενώ πολλοί συγγραφείς εχθρικοί προς τον μαρξισμό επισήμαιναν την αποτυχία εκείνων των κινημάτων σαν απόδειξη της ανωτερότητας του καπιταλισμού, ο Καστοριάδης συνεχίζει σε μια μαρξιστική παράδοση επαναστατικής κριτικής. Σ’ αυτό το κείμενο προσδιορίζει τι θεωρεί σαν τις πιο ριζοσπαστικές εμπνεύσεις του εργατικού κινήματος – ιδιαιτέρα την αυτοδιαχείριση – και συζητά ότι υπάρχει ακόμη, και πάντα θα υπάρχει, ένα κίνημα για την πραγμάτωση αυτών των εμπνεύσεων. Συγχρόνως, το απόσπασμα περιλαμβάνει τις απαρχές των νέων διατυπώσεων και ιδεών που θα τον απομάκρυναν από τον Μαρξ.

i) Αντιφάσεις

Ο Καστοριάδης υποστηρίζει  ότι ενώ υπάρχουν (τώρα όπως και πάντοτε) αντιφάσεις στον καπιταλισμό, και ότι(όπως έλεγε ο Μαρξ) ο καπιταλισμός δεν μπορεί  να επιζήσει, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να ξανασκεφτούμε την φύση αυτών των αντιφάσεων. Υπάρχουν  αρκετές πρωτότυπες απόψεις σ’ αυτή την ανάλυση και κάποιες έχουν ακόμη ένα εντυπωσιακά επίκαιρο νόημα. Ο Καστοριάδης  επισημαίνει ότι τα περισσότερα από αυτά που οι μαρξιστές αποκαλούν αντιφάσεις είναι απλώς στιγμές της σύγκρουσης.

Για τον Καστοριάδη η θεμελιώδης αντίφαση είναι ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός από τη μια προσπαθεί να ανάγει τον εργάτη σε μια απλή μηχανή (και τον πολίτη σε απλό καταναλωτή) και την ίδια στιγμή απαιτεί από τον εργάτη (και τον πολίτη)να αποδεχθεί, να συμμετέχει και να συνεισφέρει στην διαδικασία της εργασίας (και της πολιτικής). Τονίζοντας αυτό το ζήτημα ο Καστοριάδης αρχίζει να σχηματίζει μια κριτική, που χρησιμοποιεί και πάει πέρα και από τον Μαρξ και από τον Βέμπερ, της «ορθολογικότητας»που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο καπιταλισμό και την γραφειοκρατία. Με αλλά λόγια, αυτή η «ορθολογικότητα» είναι καθαυτή αντίφαση, όχι απλά επειδή δεν μπορούμε να θεωρούμε τους ανθρώπους μόνο σαν κάτι παραπάνω από μηχανές η παθητικά αντικείμενα, αλλά επειδή η ορθολογικότητα  απαιτεί  επίσης και συγχρόνως ότι  τους θεωρούμε ως λογικούς και ικανούς για την αυτονομία.

ii) Αυτονομία

Αυτή η συζήτηση συνδέεται με μια λεπτομερή κριτική του κλασσικού μαρξιστικού οικονομισμού και της συνεπαγομένης (αντικειμενίστικης, υλιστικής και ντετερμινιστικής) φιλοσοφίας του. Αυτό οδηγεί τον Καστοριάδη να δώσει  μια καινούργια έμφαση[16] στην αυτοσυνείδητη δραστηριότητα της εργατικής τάξης για τη διαμόρφωση και αλλαγή της κοινωνίας, σε αντίθεση με τους υπολογισμούς των  απρόσωπων αντικειμενικών οικονομικών νόμων. Η  λέξη «αυτονομία» αναφέρεται στις δυο τελευταίες παραγράφους του ΣΚΕ (σελ.306) για να περιγράψει τον στόχο  αυτής της συνειδητής δραστηριότητας, και η έννοια αυτή ισχυροποιήθηκε και αναπτύχθηκε στη μετέπειτα δουλειά του Καστοριάδη.

iii) Γραφειοκρατία

Μιας και ο σύγχρονος(«Δυτικός») καπιταλισμός ήταν επιπλέον αυξανόμενα γραφειοκρατικός, τόσο  οι υπάρχουσες «καπιταλιστικές» όσο και οι «κομμουνιστικές»  κοινωνικές μορφές στην πραγματικότητα είχαν ένα κοινό θεμελιώδες χαρακτηριστικό, δηλαδή το κίνητρο για «ορθολογικότητα». Ο ισχυρισμός αυτός  έχει μια επιφανειακή  ομοιότητα με την αποκαλουμένη «θέση σύγκλισης» που έγινε δημοφιλής χάρη στον Clark Kerr στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 , και στην αντίληψη της «διοικητικής κοινωνίας» του James Burnham[17]O ισχυρισμός του Καστοριάδη, ωστόσο, διαφέρει από αυτές τις δυο απόψεις. Πρώτον, ισχυρίζεται ότι αυτή η διαδικασία του ορθολογικότητας ή της γραφειοκρατικοποίησης, «ολοκληρώνονται δια του ολοένα  αυξανόμενου διαχωρισμού της διεύθυνσης και εκτέλεσης»(σελ. 273). Αυτό δημιουργεί μια νέα κοινωνική κλίμακα και τα αποτελέσματα επεκτείνονται πολύ πιο πέρα από τον χώρο της εργασίας. Αυτή η κλίμακα εκλαμβάνεται ακόμη με ορούς «τάξεων» στο τέλος του ΣΚΕ(σελ. 306)– αν και προσδιορίζεται περισσότερο με ορούς «διεύθυνσης ή ελέγχου» παρά με όρους «ιδιοκτησίας» .Απ’ τη μια πλευρά είναι οι εργάτες, που ανάγονται σε απλούς «εκτελεστές», χωρίς κανέναν έλεγχο πάνω στην εργασία τους, και από την άλλη είναι οι «διευθύνοντες» –οι γραφειοκράτες και οι διευθυντές. (είτε στο χώρο εργασίας,  είτε στην κοινωνία ή στην πολιτική ζωή).Δεύτερο, όπως  σχολιάστηκε παραπάνω, αυτή η κοινωνική τάξη βασίζεται σε μια θεμελιώδη αντίφαση, και γι’ αυτό υπάρχει ακόμη η πιθανότητα να αποφύγουμε την βαρβαρότητα και να  κατευθυνθούμε προς τον σοσιαλισμό- οι «εκτελεστές» θα ανταποκριθούν στην πρόκληση που τους δόθηκε από τους ίδιους τους «διευθύνοντες»  τους και θα απαιτήσουν το δικαίωμα να διευθύνουν!

Μπορούμε ήδη να δούμε εδώ την σπουδαιότητα  της καστοριαδικής «αυτονομίας» στην εργασία και στην κοινωνία , και θα επιστρέψουμε σ’ αυτή αργότερα, συνδέοντας την με  την  φιλοσοφική και ψυχολογική επιχειρηματολογία του(μέρος 5o, ιδίωςiiiiv και v ). Μπορούμε επίσης να παρατηρήσουμε πως γράφει (ο.π.) ότι η γραφειοκρατικοποίηση συνεπάγεται «ένα μετασχηματισμό των αξιών και σημασιών που συγκροτούν τη βάση της ζωης των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία», ακόμη και «μια καταστροφή των σημασιών των κοινωνικών δραστηριοτήτων» και στα όψιμα  γραπτά του η έννοια των «σημασιών» εξετάζεται περαιτέρω. Σ’ αυτό το σημείο, ωστόσο, ο Καστοριάδης αρχικά επαναπροσδιορίζει το περιεχόμενο του σοσιαλισμού  (αν και η γλωσσά που χρησιμοποιεί είναι ακόμη  μαρξιστική).

iv) Σοσιαλισμός

Στο τελευταίο μέρος  του ΣΚΕ ,  «για ένα σύγχρονο επαναστατικό κίνημα» ο Καστοριάδης καταγράφει έναν αριθμό «πρακτικών συμπερασμάτων» (ενώ ταυτόχρονα προειδοποιεί ότι δεν πρόκειται για  «πρόγραμμα»!).Πρώτον, «το επαναστατικό κίνημα πρέπει να ξαναχτιστεί από τα κατώτατα θεμέλια», αφού οτιδήποτε υπήρχε στο κίνημα της εργατικής τάξης (ιδεολογία, κόμματα, σωματεία κλπ) έχει οριστικά και ανεπανόρθωτα τελειώσει, σαπίσει και αφομοιωθεί μέσα στην εκμεταλλευτική κοινωνία. Επιπλέον, από τότε που ο καπιταλισμός και η γραφειοκρατικοποιηση επεκταθήκαν στο σύνολο της ζωής μας, (ο Καστοριάδης) επιπλέον διευρύνει (ή «αλλάζει τον άξονα» της )  «επαναστατικής κριτικής της σύγχρονης κοινωνίας»(σελ.304-5), για να συμπεριλάβει : «τον απάνθρωπο και παράλογο χαρακτήρα της εργασίας…την αυθαιρεσία και την τερατωδία της ιεραρχίας…την αποσύνθεση των κοινοτήτων,  την  απανθρωποποίηση των ανθρωπίνων σχέσεων, το περιεχόμενο και τις μεθόδους της καπιταλιστικής εκπαίδευσης, την τερατωδία των συγχρόνων πόλεων, την διπλή καταπίεση που επιβάλλεται στις γυναίκες και στη νεολαία». Eν ολίγοις, ο σοσιαλισμός αφορά «όλες τις όψεις της ζωής».



4.Υπερβαίνοντας  τον Μαρξ.

Πιστεύω ότι είναι δυνατόν να δει κανείς στον ΣΚΕ οτι ο Καστοριάδης εχει ήδη αρχίσει να αναπτύσσει μια νέα προσέγγιση στην υπάρχουσα θεωρία και μια νέα προσέγγιση στη σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης. Για να το διευκρινίσω αυτό σημειώνω τους παρακάτω ισχυρισμούς-που είναι εκπληκτικά επίκαιροι, 40 χρονια μετά:                                                                                                                                                                                                 

(i) Αναφορικά με την διχοτομία«αντικειμενικό/υποκειμενικό», που έπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο στην μαρξιστική επιχειρηματολογία,(ιδιαίτερα σε σχέση με τις «κατάλληλες συνθήκες για τον σοσιαλισμό») ο Κ. λέει (σελ. 298): «υπάρχει μόνο μια συνθήκη για τον σοσιαλισμό. Δεν είναι ούτε αντικειμενική ούτε υποκειμενική. Είναι ιστορική». Παρακάτω (σελ. 301) θα προσθέσει: «η διαδικασία (ωρίμανσης των συνθηκών του σοσιαλισμού) είναι ιστορική. Το υποκειμενικό υπάρχει μόνο στο βαθμό που τροποποιεί το αντικειμενικό και το αντικειμενικό δεν εχει άλλη σημασία παρά εκείνη που του παρέχει, μέσα σε μια δεδομένη αλληλουχία και σύνδεση, η δράση του υποκειμενικού»[18]. Θα επιστρέψουμε στο δεύτερο μέρος του κειμένου μας για την περαιτέρω επεξήγηση αυτού, ίσως στον επαναπροσδιορισμό του νοήματος του ιστορικού στην ύστερη σκέψη του Καστοριάδη.

(iiO καπιταλισμός  (επανα)προσδιορίζεται ως μια μορφή της κοινωνίας βασισμένη στον αυξανόμενο ορθολογικό/επιστημονικό έλεγχο τόσο των ανθρώπων όσο και της φύσης. Αυτό παρέχει επίσης μια θεωρητική βάση για κάποια από τα μετέπειτα γραπτά του Καστοριάδη ενάντια στην οικολογική καταστροφή – καταστροφή που ήρθε ως αποτέλεσμα μιας υποτιθέμενα «ορθολογικής» επιθυμίας ( αλλά που είναι στην πραγματικότητα «ανορθολογική», όπως υποδηλώθηκε παραπάνω) να ελέγξει και να κατακτήσει τη φύση. Τέτοια επαγρύπνηση των οικολογικών αρχών προηγείται σίγουρα του καιρού της, καθώς το κείμενο γράφτηκε το 1959.

(iiiMια «έκφραση της γραφειοκρατικής πολιτικής» (σελ.302) είναι αυτό που αποκαλεί  «ιδιώτευση» των ατόμων. Για αυτό το λόγο σε μια κοινωνία με έναν θεμελιώδη διαχωρισμό ανάμεσα σε «διευθυντές» και «διευθυνόμενους-εκτελεστές» το άτομο τείνει να νοιώθει αποκομμένο από όλα τα «δημόσια» πράγματα. Συνεχίζει λέγοντας ότι «ιδωμένη σαν αδυναμία να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της κοινωνίας…αυτή (η ιδιώτευση των ατόμων) είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από θετική. Αλλά υπάρχει κάτι παραπάνω και διαφορετικό πέρα απ’ αυτό. Η απόρριψη της πολιτικής όπως υπάρχει σήμερα είναι, με ένα συγκεκριμένο τρόπο, η συλλήβδην απόρριψη της σημερινής κοινωνίας.Aυτό που απορρίπτεται είναι το περιεχόμενο όλων των «προγραμμάτων», επειδή όλα αυτά τα προγράμματα – είτε συντηρητικά, είτε ρεφορμιστικά είτε κομμουνιστικά αντιπροσωπεύουν μερικώς διαφορετικές εκδοχές του ιδίου τύπου κοινωνίας…Σήμερα η αποπολιτικοποίηση είναι μια κριτική του διαχωρισμού της πολιτικής από την ζωή».

(iv)Τελικά (σ.306), σε γλώσσα που μπορεί να ανευρεθεί στη μετέπειτα συλλογιστική των «νέων κοινωνικών κινημάτων»[19]ο Καστοριάδης λέει ότι το επαναστατικό κίνημα πρέπει μόνο του να ξεφορτωθεί την ιεραρχία και τους ειδικούς και να γίνει «το μέρος όπου τα άτομα μαθαίνουν για τη συλλογική ζωή, διευθύνουν τις υποθέσεις τους και πραγματώνουν και αναπτύσσουν τους εαυτούς τους, καταβάλλοντας προσπάθειες για τον κοινό στόχο της αμοιβαίας αναγνώρισης».



5.Προς μια νέα θεωρία

Αν και ο  ΣΚΕ είναι ένα κείμενο που βλέπει μπροστά, αν σκεφτούμε ότι γράφτηκε το 1959, τόσο η ρήξη με τον Μαρξ όσο και οι απαρχές της νέας προσέγγισης ξεκαθαρίζονται περισσότερο σε δυο μετέπειτα κείμενα στα μέσα της δεκαετίας του 60: να ξαναρχίσουμε  την επανάσταση (1964-ΝΞΕ)[20] και «μαρξισμός και επαναστατική θεωρία» (1964-5-ΜΕΘ)[21].

i) Θεωρία και Πράξη έχουν διαχωριστεί

Στο ΝΞΕ ο Καστοριάδης περιγράφει την μέχρι σήμερα ιστορία του μαρξισμού σε σχέση με «τη θεωρία και την πράξη»:

«σύμφωνα με το πρόγραμμά του και το πιο βαθιά ριζωμένο του περιεχόμενο, ο μαρξισμός θα μπορούσε να ζήσει μόνο σαν μια σταθερά ανανεωμένη θεωρητική έρευνα που ρίχνει φως σε έναν κόσμο (που βρίσκεται) σε σταθερή αλλαγή, και σαν πρακτική που σταθερά μετασχηματίζει τον κόσμο ενώ ταυτόχρονα μετασχηματίζεται απ’ αυτόν…» (Castoriadis Reader, σελ. 109) αλλά εντούτοις καταλογίζει ότι δεν έχει γίνει καμία θεωρητική πρόοδος από το 1923 (την χρονια της «Ιστορίας και ταξικής συνείδησης»  του Λούκατς), και καμιά μαρξιστική ομάδα από τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και μετά «δεν έδρασε πραγματικά με βάση τις αρχές του και δεν τις συνέδεσε με τη μαζική δραστηριότητα». Οι αυτό-ανακηρυσσόμενοι  υπερασπιστές του Μαρξισμού «μπορούν να υπεραμύνονται  του μαρξισμού  μόνο μετασχηματίζοντάς τον στο αντίθετό του, σε ένα αθάνατο δόγμα που δε θα διαταρασσόταν από κανένα γεγονός….όπως και ο απελπισμένος εραστής που η ερωμένη του πέθανε πρόωρα και αυτός μπορεί μοναχά να εκφράσει την αγάπη του βιάζοντας το πτώμα».

Στις πρώτες παραγράφους του ΜΕΘ (CR σελ. 139-40)  ο Καστοριάδης αποσαφηνίζει ότι δεν τάσσεται υπέρ μιας επιστροφής σε μια «καθαρή» ή «σωστή» ερμηνεία του μαρξισμού πάνω στις άλλες. Αλλά ότι θεωρεί πλέον τον μαρξισμό ως μια ιδεολογία, που καλύπτει την αλήθεια και ότι είναι ανίκανος να αναπτυχθεί περαιτέρω. Ούτε μπορεί κανείς να υπεραμύνεται (όπως ο Λούκατς προσπάθησε να κάνει) μιας μαρξιστικής μεθόδου που είναι διαχωρισμένη από το περιεχόμενό της. Η μια μέθοδος, υποστηρίζει ο Καστοριάδης, είναι απλά ένα «λειτουργικό  σύνολο κατηγοριών». Και αν θεωρήσουμε την μέθοδο σαν  διαχωρισμένη από το υλικό πάνω στο οποίο εφαρμόζεται, τότε είτε  το υλικό  που έχει ταξινομηθεί έχει ήδη ένα «διακριτικό σύμβολο»  που σου λέει σε ποια κατηγορία να το τοποθετήσεις (και πως συνέβη αυτό;) είτε το υλικό στην πραγματικότητα είναι «άμορφο», οπότε σε αυτή την περίπτωση η επιλογή της κατηγορίας είναι αυθαίρετη, και «η διάκριση ανάμεσα  στο σωστό και το λάθος καταρρέει»( CR σελ. 142-3). Αυτό, όπως το βάζει ο Καστοριάδης, είναι «το ζήτημα που τίθεται στο επίπεδο της λογικής» (πχ. σε ένα καθαρά θεωρητικό επίπεδο). Όταν στρεφόμαστε στην Ιστορία υπάρχει ένα επιπλέον πρόβλημα, αφού  «οι κατηγορίες που χρησιμοποιούμε για να σκεφτούμε ιστορικά είναι, σε ένα ουσιώδες μέρος τους, αληθινά προϊόντα της ιστορικής ανάπτυξης» και «αυτές οι κατηγορίες μπορούν ξεκάθαρα και αποτελεσματικά να γίνουν μορφές της γνώσης της ιστορίας μόνο όταν είναι ενσωματωμένες ή πραγματοποιημένες μέσα σε μορφές ενεργούς κοινωνικής ζωής (η υπογράμμιση είναι του Καστοριάδη)[22].

Με άλλα λόγια(λόγια που υποδεικνύουν το επόμενο βήμα στη σκέψη του Καστοριάδη): «είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία μέθοδος στην ιστορία που θα παρέμενε ανεπηρέαστη από την  πραγματική ιστορική ανάπτυξη» .Και συνεπώς, «από τότε που το αντικείμενο της ιστορικής γνώσης είναι αυτό καθαυτό ένα σημαίνον αντικείμενο, ή ένα αντικείμενο που απαρτίζεται από σημασίες, η ανάπτυξη του ιστορικού κόσμου είναι ipso facto η αποκάλυψη ενός κόσμουσημασιών»(σελ. 144, η έμφαση είναι του συγγραφέα).Και συνεχίζει ότι «δεν μπορεί να υπάρξει κανένας διαχωρισμός ανάμεσα στην ύλη και στην κατηγορία, ανάμεσα στο γεγονός και τη σημασία».

Ο Καστοριάδης τονίζει (αδειάζοντας προκαταρκτικά πιθανόν μια εισήγηση του μεταμοντερνισμού avant le mot ή κάποιο είδος σχετικισμού) ότι αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι κατηγορίες και μέθοδοι τίθενται σε αμφισβήτηση  κάθε στιγμή από την  ιστορική αλλαγή –αλλά ότι  «κάθε στιγμή αποτελεί μια συμπαγή αμφισβήτηση εάν  η ιστορική αλλαγή έφτασε στο σημείο όπου οι παλιές κατηγορίες και οι παλιές μέθοδοι πρέπει να αναθεωρηθούν (ο. π.).

Αυτό που είναι αρκετά ξεκάθαρο, ωστόσο, είναι ότι «η ιστορία που ζούμε δεν μπορεί πια να γίνεται κατανοητή με  την βοήθεια των μαρξιστικών κατηγοριών» (ο. π.), και ότι «έχουμε φτάσει στο σημείο όπου πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στους εναπομείναντες μαρξιστές και στους εναπομείναντες επαναστάτες»(σελ. 145).

ii) Όχι άλλες «ολικές θεωρίες»

Μερικοί, φυσικά, προσκολλώνται στο μαρξισμό με οποιεσδήποτε συνθήκες – φοβούμενοι  ότι  εγκαταλείποντάς τον  θα έχαναν την «επαναστατική τους ορμή»˙ άλλοι εγκατέλειψαν την επανάσταση σαν ένα ιδανικό, απλά και μόνο επειδή είδαν ότι ο μαρξισμός αποτύγχανε. Για τον Καστοριάδη και οι δύο αυτές στρατηγικές ήταν επακόλουθο της «φαντασίωσης» ότι μπορεί να υπάρξει μια ολική θεωρία, που ενώ αναδύεται σε κάποια χρονική στιγμή, εν τούτοις περιλαμβάνει την αλήθεια για όλο τον ιστορικό χρόνο (και για όλα τα πράγματα!).Φυσικά η σχέση μας με τη γνώση και με τον κόσμο δεν είναι αυτού του τύπου – μάλλον, η θεωρία είναι ένα ποιείν/πράττειν, που βρίσκεται κάπου «ανάμεσα στο χάος και την απόλυτη γνώση». Η θεωρία είναι «η πάντα αβέβαιη  προσπάθεια να πραγματώσουμε το πρόταγμα της διαύγασης του κόσμου» (CR, σ.149). Πάντοτε «ξαναρχίζουμε»  την διαδικασία  της προσπάθειας να κατανοήσουμε  τον κόσμο.

iii) Πράξη και πρόταγμα 

Η θεωρία, τότε, είναι ένα ποιείν/ πράττειν, δεν μπορεί να διαχωριστεί από την πράξη και δεν μπορεί να υπάρξει μια ετοιμοπαράδοτη, ολική θεωρία. Εκτός αυτού, τώρα ζούμε σε μια γραφειοκρατική κοινωνία που κατακερματίζεται αφού ενθαρρύνει μια πίστη στην ελευθερία των ανθρώπων, ενώ τους ελέγχει όλο και περισσότερο σε κάθε όψη της ζωής τους. Δεν υπάρχει μέλλον στον ολοκληρωτικό έλεγχο και οι άνθρωποι θα – πρέπει -  αντισταθούν  στον έλεγχο για να διεκδικήσουν την αυτονομία τους[23]. Αυτό είναι το καινούριο νόημα της επανάστασης για τον Καστοριάδη.

Φτάνουμε τώρα σε έναν ισχυρισμό που αποτελεί σημείο-κλειδί της αρχής που βρίσκεται πίσω από τον ελευθεριακό σοσιαλισμό του Καστοριάδη, όταν και επαναπροσδιορίζει την πράξη (την πρακτική που διαπνέεται από τη θεωρία):

«ονομάζουμε πράξη αυτό το ποιείν/ πράττειν  στο οποίο ο άλλος ή οι άλλοι εποπτεύονται ως αυτόνομα όντα  και θεωρούνται ως οι θεμελιώδεις παράγοντες ανάπτυξης της δικής τους αυτονομίας».(σ. 150)

Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι ενώ αυτός ο ισχυρισμός έχει έναν Καντιανό υπαινιγμό, ο Καστοριάδης δεν κάνει μια ηθική δήλωση, ούτε απλά περιγράφει την απαραίτητη διανοητική στάση που πρέπει να υιοθετήσουμε σε σχέση με κάποια άλλη. Αντιθέτως επιχειρεί να θεμελιώσει αυτή την αναγνώριση της αυτονομίας του καθενός/ της καθεμιάς σε μια οντολογία – μια όψη του πως είναι να δρας μέσα στον κόσμο – μια θέαση που ενσωματώνει το ατομικό στο κοινωνικό-ιστορικό [δες (vi ) παρακάτω].

iv) οι ρίζες του επαναστατικού προτάγματος

Θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο από τον τρόπο που ισχυρίστηκε ο Καστοριάδης, ότι ήταν μακριά από το να βλέπει την επανάσταση σα μια «ολότητα» – ένα θέμα το οποίο αντιμετωπίζει στη συνέχεια (σελ. 154), από τη στιγμή που αποτελεί ένα «πρόταγμα» το οποίο όλοι «αυτόνομα» γυρεύουμε να πραγματώσουμε. Αλλά πρέπει επίσης να αντιπαρατεθεί με τις κατηγορίες ότι η «αυτονομία» είναι μια άρνηση της πραγματικότητας, μια ψευδαίσθηση, μια παιδική αντίληψη κτλ. Ισχυρίζεται ότι υπάρχουν τόσο υποκειμενικές όσο και αντικειμενικές ρίζες στο επαναστατικό πρόταγμα – η υποκειμενική πλευρά έχει να κάνει με τη θέληση του να «γνωρίζω τι συμβαίνει στην κοινωνία… του να είμαι ικανός/η να συμμετέχω άμεσα σε όλες τις αποφάσεις που μπορούν να επηρεάσουν την ύπαρξή μου». Και συνεχίζει: «Δε δέχομαι το γεγονός ότι η τύχη μου αποφασίζεται, μέρα με τη μέρα, από ανθρώπους των οποίων τα σχέδια/ προτάγματα είναι εχθρικά ή απλώς άγνωστα σε μένα…». Αυτή δεν είναι μια παιδική επιθυμία (σκιές του Λένιν![24]), από τη στιγμή που τα παιδιά είτε επιθυμούν την απόλυτη ελευθερία είτε το να τους υποδεικνύεται τι να κάνουν! Περιγράφοντας την αντικειμενική πλευρά, ο Καστοριάδης παραμένει, εν μέρει, κοντά στις μαρξιστικές του ρίζες, καθώς ισχυρίζεται ότι είναι οι συγκρούσεις στην καρδιά των σχέσεων εργασίας και η οικονομία που έχουν οδηγήσει στην ίδρυση εργατικών ομάδων, των οποίων τα αιτήματα έχουν επεκταθεί στο να περιλαμβάνουν τις συνθήκες και την οργάνωση της εργασίας, ακόμη και τη διαχείριση της παραγωγής (Ρωσία 1917, Καταλονία 1936, Ουγγαρία 1956). Προσθέτει ότι η σύγχρονη κοινωνία έχει αμφισβητηθεί από μαζικά κινήματα και ότι η εξουσία διαφθείρεται, το οικονομικό κίνητρο χάνει τη δύναμή του, «το θεσμισμένο φαντασιακό (μια έκφραση η οποία καθίσταται πιο κατανοητή παραπάνω, στο (vii), και η οποία θα εξεταστεί κυρίως στο δεύτερο μέρος αυτής της εργασίας) χάνει τα θεμέλιά του».

(v) Εαυτός, ο άλλος και η κοινωνία.

Αργότερα, στο «Μαρξισμός και Επαναστατική Θεωρία», υπάρχει ένα καίριο κείμενο σε μια ενότητα που έχει τον τίτλο «η έννοια της αυτονομίας – το άτομο» (σελ. 177) και στην οποία γίνεται χρήση φροϋδικών ιδεών, αλλά η ερμηνεία τους γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να συνδυαστούν κάποιες ερμηνείες της ατομικής συμπεριφοράς με μια κατανόηση του πως το άτομο και η κοινωνία είναι αλληλεξαρτώμενα. Εδώ, ο Καστοριάδης ισχυρίζεται ότι η αντίστιξη «αυτονομία/ ετερονομία» λειτουργεί στο επίπεδο της ατομικής ψυχής καθώς και κοινωνικά. Αντιγράφει τη θέση/ φράση του Φρόιντ «Όπου ήταν Αυτό (Id), Εγώ πρέπει να γίνει» (Wo Es warsoll Ich werden) και ισχυρίζεται ότι το Id, ή ασυνείδητο, δεν περιέχει απλώς ετοιμοπαράδοτα ένστικτα και επιθυμίες, (λίμπιντο, ένστικτα θανάτου) όπως έχει ερμηνευτεί ως τα σήμερα. Αντίθετα, περιέχει επίσης «τις ασυνείδητες δυνάμεις αναπαραγωγής και καταστολής» – το οποίο σημαίνει ότι το ασυνείδητο είναι «σε ένα μεγάλο βαθμό» κοινωνικά κατασκευασμένο (ό. π.)[25].
 Ο Καστοριάδης χρησιμοποιεί την εξήγηση του Λακάν ότι το Ασυνείδητο αναπαριστά «το χώρο αποθήκευσης των σκοπών/ των προθέσεων, των επιθυμιών, των καθέξεων, των απαιτήσεων, των προσδοκιών – σημασίες στις οποίες το άτομο έχει εκτεθεί από τη στιγμή της σύλληψης… καθώς αυτές εκπορεύονται από αυτούς που το εξέθρεψαν και το μεγάλωσαν» ή, με άλλα λόγια, «ο νόμος ενός άλλου» - ενός άλλου μέσα σε μένα (σελ. 177)[26]. Η Ετερονομία, έπειτα, στο ατομικό επίπεδο υπάρχει όταν το υποκείμενο «πιστεύει ότι είναι» (που σημαίνει να «φαντάζεται τον εαυτό του ότι είναι» – μια πρώιμη χρήση της λέξης «φαντασιακό», την οποία ο Καστοριάδης θα τροποποιούσε αργότερα) άλλο από αυτό που είναι, επειδή κυριαρχείται από το περιεχόμενο του ασυνειδήτου – τον «λόγο του Άλλου». Και το Άλλο είναι, με μια έννοια, η κοινωνία. Η Αυτονομία, έτσι, υπάρχει όταν μια άλλη σχέση εγκαθιδρύεται με το Άλλο – όχι μια απόρριψη άλλων επιρροών και λόγων, καθώς αυτή είναι αδύνατη (αποτελούμε σε μεγάλο βαθμό το προϊόν του πως αντιδρούμε σε τέτοιες επιρροές), ούτε η εξαφάνιση ή καταπίεση των επιθυμιών (κάτι, προφανώς, επίσης αδύνατον!). Αντίθετα ο Καστοριάδης γράφει για την αντικατάσταση του ασυνειδήτου ως «συντελεστή/ μέσου της απόφασης», ώστε η συνείδηση να λαμβάνει τις αποφάσεις. Αυτό θα δημιουργούσε μια νέα σχέση με το Άλλο, όπου έχω επίγνωση αυτού του Λόγου (ο «νόμος του άλλου», οι «δυνάμεις αναπαραγωγής και καταστολής») και μπορώ να τον λάβω υπόψη μου, να τον σκεφτώ και είτε να τον επιβεβαιώσω είτε να τον αρνηθώ, καθώς αποφασίζω για τη δική μου αλήθεια (σελ. 179). Αυτή δεν είναι μια στατική κατάσταση (ένα «καθεστώς») αλλά μια αέναη κίνηση, όπου το άτομο είναι αυτό που είναι «ικανό να αποκαλύψει τις φαντασιώσεις του/ τη φαντασία ως φαντασιώσεις/ φαντασία και το οποίο τελικά ποτέ δε θα τις/ της επιτρέψει να κυριαρχήσει/-σουν  – εκτός αν έχει βούληση να το κάνει». Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Καστοριάδης δηλώνει κατευθείαν ότι αυτή η «νέα σχέση» πιθανότατα δε θα μπορούσε ποτέ να φτάσει σε μια τέλεια μορφή – «η ιδέα του να έχει το υποκείμενο τη δική του αλήθεια είναι η ίδια πιο πολύ ένα πρόβλημα παρά η λύση». Ένα συνεχές θέμα στο έργο του Καστοριάδη ήταν ότι θεωρούμε, είτε το άτομο, είτε την κοινωνία, την τάξη, τον καπιταλισμό, ακόμη και το σοσιαλισμό συνεχώς σε κίνηση και αλλαγή και ποτέ ως κάτι το στατικό (πάντοτε «ξαναρχίζουμε…»).

Αυτή η θέση, συνεχίζει, σημαίνει την απόρριψη δύο μύθων: (α) τον ορισμό του υποκειμένου ως ενός «μοναδικού Εγώ» (σελ. 180) και (β) την πίστη στην «καθαρή ελευθερία» του υποκειμένου, όπως τη φαντάστηκε η υποκειμενικίστικη φιλοσοφία (σελ 181). Για τον Καστοριάδη, το υποκείμενο είναι πάντα «η παραγμένη και η παραγωγική ένωση του εαυτού και του άλλου (ή του κόσμου)» (ό. π.). είναι σημαντικό να απορρίψουμε αυτούς τους δύο μύθους, καθώς έφεραν ως αποτελέσματα, αφενός, να υποδουλώσουμε το «άλλο» και, αφετέρου, την «υλική υπόσταση». Το άλλο πρέπει να είναι πάντοτε μια απειλή για το ελεύθερα και ανεξάρτητα συγκροτούμενο Εγώ και αν «ξεχνάμε» (όπως κάνει η παραδοσιακή φιλοσοφία) ότι το υποκείμενο έχει μια συμπαγή δομή, τότε μεταβιβαζόμαστε στο «ναρκισσισμό της συνείδησης» και φτάνουμε να θεωρούμε και τα ίδια τα σώματά μας ως αλλότρια ή ακόμη εχθρικά. Πρόκειται για ένα πλούσιο κείμενο και θα μου άρεσε πολύ να εξερευνήσω αυτές τις ιδέες ακόμη περισσότερο, αλλά θα πρέπει να το αφήσω για μια επόμενη μελέτη.

(vi) Το κοινωνικό-ιστορικό.

Στις τελευταίες σελίδες του «Μαρξισμός και Επαναστατική Θεωρία», ο Καστοριάδης επιστρέφει στο ζήτημα του «κοινωνικού» και σημειώνει ότι αυτό «χρειάζεται ερμηνεία» (ή ίσως επαναπροσδιορισμό, καθώς οι θεωρίες/ εξηγήσεις του ατόμου ως ξεχωριστού και ατομιστικού δεν μπορούν να μας παράσχουν μια επαρκή θεωρία της κοινωνίας). Πρώτον, υπογραμμίζει «την κοινωνική διάσταση της αυτονομίας»: η αυτονομία μπορεί να είναι μονάχα μια κοινωνική σχέση ή ένα κοινωνικό πρόβλημα και, έτσι, μόνο αυτή η αντίληψη του υποκειμένου και της κοινωνίας κάνει την π ρ ά ξ η (όπως ορίστηκε) εφικτή. Έπειτα ο Καστοριάδης εισάγει μια αντίληψη που είναι θεμελιώδης για τη σκέψη του και την οποία θα αναπτύξουμε μέσα από επόμενα κείμενα: το κοινωνικό-ιστορικόΜε μια σύντομη απόρριψη της φιλοσοφικής διατήρησης αποστάσεων από τον Άλλο, η οποία έχει οδηγήσει σε τέτοια αδιέξοδα όπως το «Κόλασή μου είναι οι άλλοι» (Σαρτρ), ο Καστοριάδης αντιτείνει ότι το γεγονός πως «το άλλο ή οι άλλοι… [είναι] ιδρυτικό/ συστατικό του υποκειμένου» επαναφέρει το γεγονός πως «η ανθρώπινη ύπαρξη είναι πολύπλοκη (a plusieurs)» (σελ. 183)[27]. Αλλά αυτή η «πολύπλοκη ύπαρξη» δεν είναι «απλή δι-υποκειμενικότητα»… «Είναι κοινωνική και ιστορική ύπαρξη και, για μας, αυτή είναι η ουσιαστική διάσταση του προβλήματος. Κατά κάποιο τρόπο, το διυποκειμενικό είναι το υλικό από το οποίο φτιάχνεται το κοινωνικό αλλά αυτό το υλικό υπάρχει μόνο ως μέρος και στιγμή του κοινωνικού, το οποίο το συνθέτει αλλά, παράλληλα, και το προϋποθέτει». Αξίζει να ειπωθεί ότι ο Καστοριάδης δεν απορρίπτει τη «διυποκειμενικότητα» – την κοινότητα των νοημάτων ή των «σημασιών» – αλλά βλέπει ότι αυτές οι σημασίες είναι ριζωμένες μέσα σε μια κοινωνικο-ιστορική πραγματικότητα[28].

(vii) Θεσμισμένη Ετερονομία – η αλλοτρίωση ως κοινωνικό φαινόμενο

Σε μια τελευταία πράξη επαναπροσέγγισης, ο Καστοριάδης ξεκινά να εξερευνήσει (σελ. 184) τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάσαμε «στερεοποιημένες θεσμικές δομές της οικονομίας, της εξουσίας, της ιδεολογίας, της μυστικοποίησης, της χειραγώγησης και της βίας», που είτε είναι οι ίδιες αλλοτριωτικές είτε επειδή τις επιτρέπουμε να υπάρχουν «αυτόνομα» και συνεισφέρουμε στη δική τους αδράνεια ή λογική, τότε αλλοτριωνόμαστε αναφορικά με αυτές. Με αυτό τον τρόπο, η αλλοτρίωση «δεν εμφανίζεται απλώς ως ο λόγος του άλλου» – αν και έχει ένα πολύ ουσιώδη ρόλο – αλλά το «άλλο… εξαφανίζεται μέσα στο ανώνυμο συλλογικό, στην απρόσωπη φύση της αγοράς ή του Σχεδίου» ή «ο νόμος των λίγων παρουσιάζεται σα νόμος καθολικός». Αυτή είναι η αλλοτρίωση ως κοινωνικό φαινόμενο και αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό μιας «γραφειοκρατικής κοινωνίας».

 Να σημειώσουμε ότι ο Καστοριάδης αναγνωρίζει δύο «βήματα» εδώ – το πρώτο είναι ότι αποδίδουμε «σημασίες» στον κόσμο γύρω μας και ότι αυτές είναι «θεσμισμένες» στην κοινωνία. Αλλά έπειτα, ξεχνάμε το γεγονός πως από μας προέρχονται αυτοί οι θεσμοί και τους δίνουμε εξουσία πάνω μας, εξουσία η οποία εύκολα γίνεται πραγματική καθώς αυτοί οι θεσμοί και οι σημασίες τους είναι εξίσου πραγματικές…

 Ωστόσο, είναι λάθος να φανταστούμε ότι μπορούμε απλώς να καταργήσουμε όλους τους θεσμούς. Ο Κομμουνισμός «με τη μυθική του διάσταση» συχνά παρουσιάζεται με αυτό τον τρόπο… Αυτή η μυθική ιδέα είτε παίρνει τη μορφή του «ολοκληρωτικού/ πλήρους ανθρώπου», που κυριαρχεί την ιστορία, είτε (παίρνει τη μορφή) μιας καθαρά διαυγούς κοινωνίας. Και οι δύο αυτές μορφές είναι ανέφικτες από τη σκοπιά του Καστοριάδη. Καθώς από τη μια μεριά, τα άτομα και το Ασυνείδητό τους «θεσμίζονται» και η κατάργηση των θεσμών θα αποτελούσε ένα αίτημα για εξαφάνιση του Ασυνείδητου, ίσως ακόμη και του υποκειμένου! Και από την άλλη μεριά, όπως ισχυρίστηκε, δεν μπορούμε να έχουμε καθαρή/ απόλυτη γνώση της κοινωνίας, καθώς τη «θεσμίζουμε» συνεχώς. Το κοινωνικό υπάρχει τόσο ως θεσμισμένο όσο και ως θεσμιζόμενο (σελ. 187).

 Πιο απλά, η άποψη του Καστοριάδη είναι ότι δεν μπορούμε ούτε να απαιτούμε απόλυτη ελευθερία από την κοινωνία (όπως κάνουν οι αναρχικοί;), όπως ακριβώς δεν μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι από ή να κυριαρχήσουμε τη Φύση (όπως υποσχέθηκαν οι μαρξιστές), καθώς είμαστε κομμάτι και των δύο. Ούτε και θα έπρεπε να παραιτηθούμε λόγω του ανέφικτου της πλήρους αλλοτρίωσής μας, καθώς η κοινωνία δεν είναι καθαυτή αλλοτριωτική, (αν και αποτελεί «τη συνθήκη πάνω στην οποία μπορεί να υπάρξει η ελευθερία/ η αλλοτρίωση»).
 Έτσι, έχοντας επαναπροσεγγίσει την κοινωνία και έχοντας αναδείξει τη φύση της αλλοτρίωσης, ο Καστοριάδης έχει τεθεί πολιτικά σε μια θέση που είναι διακριτή από τις μοιρολατρικές, ντετερμινιστικές φιλοσοφίες, από τη μια μεριά, και τις στερεοτυπικές αναρχικές/ κομμουνιστικές θέσεις, από την άλλη. Έθεσε, επίσης, τα θεμέλια για μια περαιτέρω εξερεύνηση της «θέσμισης» της κοινωνίας.
Στην τελευταία παράγραφο αυτού του συναρπαστικού του κειμένου, ο Καστοριάδης κλείνει δελεαστικά το μάτι σε ένα άλλο «κλειδί» το οποίο θα τον βοηθήσει να ξεκλειδώσει τις πόρτες μιας θεωρίας της επαναστατικής αλλαγής. Διευκρινίζει ότι δε μιλάει για μια κοινωνία η οποία «θα ήταν εναρμονισμένη με τους θεσμούς της εντελώς… [καθώς αυτό θα απαιτούσε] ένα δίκτυο απείρως αβαθών θεσμών». Γιατί «πάντα θα υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα στην κοινωνία ως θεσμίζοντος και του, σε κάθε στιγμή, θεσμισμένου – και αυτή η απόσταση… είναι μια από τις εκφράσεις της δημιουργικότητας της ιστορίας…. Όπως ένα άτομο δεν μπορεί να αρπάξει ή να παράσχει οτιδήποτε στον εαυτό του – ούτε ο κόσμος, ούτε το ίδιο – έξω από τη συμβολική διάσταση, καμιά κοινωνία δεν μπορεί να παράσχει τίποτα στον εαυτό της εκτός του δεύτερης τάξης συμβολισμού που εκφράζεται από τους θεσμούς» (σελ. 189).
Στο δεύτερο μέρος αυτού του κειμένου – τη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας – ο Καστοριάδης εξετάζει και εξερευνά τη φύση αυτού του (δεύτερης τάξης) «συμβολισμού» και τη βάση του στην ικανότητά μας να «φανταστούμε» (άλλη μια έννοια που πρέπει να επαναπροσδιοριστεί) την κοινωνία μας – όπως υπάρχει και όπως θα μπορούσε να υπάρχει.-


Βιβλιογραφία:

(i) Έργα από τον Καστοριάδη:

The Castoriadis Reader, Edited by David Ames Curtis, Blackwell (1997).

Cornelius Castoriadis: Political and Social Writings, translated and edited by David Ames Curtis (three volumes) University ofMinnesota PressMinneapolis (1988).

Castoriadis, C.: Post-Scriptum sur l'Insignifiance, Editions de l'Aube, (1998).

(iiΆρθρα κτλ για τον Καστοριάδη:

Brian Singer: “The Early Castoriadis - socialism, barbarism and the bureaucratic thread” in The Canadian Journal of Political and Social Theory: No. 3 (Fall 1979): pp 35 – 56.

Brian Singer: “The Later Castoriadis - institutions under interrogation” in The Canadian Journal of Political and Social Theory: No. 4 (Winter 1980): pp 75 –101

David Ames Curtis: “Socialism or Barbarism: The Alternative Presented in the Work of Cornelius Castoriadis” in Revue Europeenne des Sciences Sociales, 86 (1989): 293-322.

(iii) Άλλα:

Burnham, J.: “The Managerial Revolution”, Greenwood Press (1972).

Cohn-Bendit, D.and G.: “Obsolete Communism: The Left-Wing Alternative”, translated by Arnold Pomerans, McGraw-Hill (1968)

Kerr, C.: “Industrialism and Industrial Man” (2nd British Edition 1973), Penguin/Heinemann Educational

Harman, C.: “Bureaucracy and Revolution in Eastern Europe” (1974), Pluto Press.

Hirsh, A.: “Castoriadis and Socialisme ou Barbarie” in “The French New Left: An Intellectual History from Sartre to Gorz”,Boston: South End Press (1981).

Lenin: “Left-wing communism, an infantile disorder” 1920. (Progress Publishers, Moscow).

Touraine, A.: “Retour de l’Acteur” (1988), MinneapolisUniversity of Minnesota Press.


Στα ελληνικά: Από τα έργα που χρησιμοποιήθηκαν στη βιβλιογραφία από τον Ian Pirie, στην ελληνική γλώσσα κυκλοφορούν μόνο δύο: το «Αριστερισμός, η παιδική ασθένεια του κομμουνισμού» του Λένιν, από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, και το δίτομο «Αριστερισμός, φάρμακο στη γεροντική αρρώστια του κομμουνισμού», των αδελφών Κον Μπεντίτ, από τις εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη. Όσον αφορά τα κείμενα του Καστοριάδη, τα άρθρα του «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» που εμφανίζονται στους τρεις τόμους των Social and Political Writings βρίσκονται διάσπαρτα στις ελληνικές εκδόσεις της Γαλλικής Κοινωνίας, της Γραφειοκρατικής Κοινωνίας, της Πείρας του Εργατικού Κινήματος, του Περιεχομένου του Σοσιαλισμού κτλ. Τα κείμενα, αντίστοιχα, από το Castoriadis Reader βρίσκονται στο Επαναστατικό Πρόβλημα Σήμερα, στο Από την Οικολογία στην Αυτονομία, στους Χώρους του Ανθρώπου, στην Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας κτλ. Μοναδικό, νομίζουμε, κείμενο από όλους τους αγγλικούς τόμους που δεν έχει μεταφραστεί και δημοσιευτεί ποτέ στα ελληνικά είναι το, 60 σελίδων, «Όσα κάναμε και όσα πρέπει να κάνουμε» (Done and To be Done) από το Castoriadis Reader.



Σχόλια: Το «Terminal 119 – για την κοινωνική και ατομική αυτονομία» επιλέγει να μεταφράσει άλλο ένα κείμενο που σκοπεύαμε να μεταφράσουμε και να εκδώσουμε μέσα από τη συλλογικότητα Tristero πριν από ένα χρόνο περίπου, προσπαθώντας έτσι κάποιοι και κάποιες από μας να ολοκληρώσουμε μια σειρά ενασχολήσεων που είχαμε αναλάβει στο παρελθόν. Αυτή τη φορά πρόκειται για ένα κείμενο ενός ακαδημαϊκού της Αγγλίας, του Ian Pirie, που ασχολήθηκε κάποια χρόνια με τη θεωρία του Κορνήλιου Καστοριάδη κατά τη διάρκεια του μαθήματος που δίδασκε στο πανεπιστήμιο του Βόρειου Λονδίνου μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Το κείμενο αυτό είναι το πρώτο μόνο μέρος της εισήγησης του Pirie.  

Γιατί το μεταφράσαμε; Πρόκειται για μία από τις πιο συνοπτικές και ικανοποιητικές συνόψεις του έργου του Καστοριάδη που βρήκαμε on line. Για οποιονδήποτε αναγνώστη ή αναγνώστρια θέλει να κάνει μια εισαγωγή στη θεωρία του εν λόγω πολιτικού στοχαστή, το κείμενο φαίνεται να είναι καταρχήν κατατοπιστικό: μια μικρή διαδρομή μέσα από τα σημαντικότερα γραπτά του φιλοσόφου μέχρι και την περίοδο της Φαντασιακής Θέσμισης της Κοινωνίας.

Terminal 119 – για την κοινωνική και ατομική αυτονομία


[1] Σε μια συνέντευξη με τον Daniel Mermetπου παρατίθεται στοCastoriadisC.:Post-Scriptum sur l’ Insignifiance, editions de l’ Aube, 1998.
[2] Για παράδειγμα, έγραψε το 1972 ότι: «Ο μαρξισμός δεν είχε πετύχει την υπέρβαση
της αντινομίας μεταξύ θεωρίας και πράξης. Η θεωρία, έχοντας γίνει θεωρησιακή ξανά, είχε καταντήσει διαχωρισμένη ως μια μεταφυσική που δε λέει ότι είναι τέτοια και μια, κατά τα λεγόμενα, θετική επιστήμη που ιδρύθηκε πάνω στις προκαταλήψεις της προηγούμενης, μιμούμενη το κοινωνικά κυρίαρχο κοινωνικό μοντέλο. Σε αυτές τις δύο προστέθηκε μια πρακτική που έγινε αντιληπτή ως η εφαρμογή των αληθειών που πηγάζουν από τη θεωρία, πχ αντιληπτή εσχάτως ως τεχνική» (σελ 29 της Γενικής Εισαγωγής του Καστοριάδη στο τρίτομο έργο των Political and Social Writings (εφεξής PSW), που μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν από τον David Ames Curtis (Τόμος 1ος)University of Minnesota PressMinneapolis 1988). Ωστόσο, η μαρξική αντίληψη της π ρ ά ξ ε ω ς  υποδηλώνει «την αξεδιάλυτη ενότητα θεωρίας και πράξης», όπως το θέτει ο Καστοριάδης στο κείμενό του «Να ξαναρχίσουμε την Επανάσταση» (The Castoriadis Reader, σε επιμέλεια του David Ames Curtis επίσης, Blackwell 1997 σελ 109 – εφεξής CR). Είμαι υποχρεωμένος στον David Ames Curtis για διάφορες ουσιώδεις εποπτείες στην καστοριαδική προσέγγιση της θεωρίας καθώς και για τη διατύπωση ότι ο Καστοριάδης «έβαλε τη θεωρία στη θέση της». Το παραπάνω κείμενο εμφανίζεται επίσης στα PSW, τόμος 3ος, σελ 27-53.
[3] Βλέπε τον πρόλογο των  PSW, Τόμος 1ος.
[4] Π.χ. «Από την Οικολογία στην Αυτονομία» (1980) CR σελ 239 ff.
[5] Το 1949 στο “Socialism or Barbarism”, PSW τόμος1. σελ. 76-106.
[6] Αυτή είναι μια θέση διαφορετική από τη θέση που εξέφρασε ο Brian Singer σε δύο δημοσιεύματα που εκδόθηκαν στο the Canadian Journal of Political and Social Theory :No. 3 (Φθινόπωρο 1979): σελ 35 - 56: Brian Singer: The Early Castoriadis - socialism, barbarism and the bureaucratic thread No. 4 (Χειμώνας 1980): σελ 75 - 101: Brian Singer: The Later Castoriadis – institutions under interrogation.
[7] Βλέπε τη γενική εισαγωγή του στο PSW (Τόμος 1, σελ.3). Αυτή η εισαγωγή στους τρεις τόμους των κοινωνικών και πολιτικών του γραπτών, που καλύπτει τα έτη 1946-1979, λαμβάνει επίσης, με λακωνικό τρόπο, υπόψη τα στάδια μέσα από τα οποία εξελίχθηκαν οι ιδέες του Καστοριάδη.
[8] Βλέπουμε εδώ πως ο Καστοριάδης ανέλαβε, ανέπτυξε και μετασχημάτισε την ιδέα της εργατικής αυτοδιεύθυνσης. Θα επεκταθούμε παρακάτω πάνω σε αυτό.
[9] Υιοθέτησε διάφορα ονόματα, όπως έκαναν αρκετοί επαναστάτες που είχαν πολλούς εχθρούς και προσπαθούσαν να διατηρήσουν μια «σταθερή» απασχόληση. Άρθρα στο Sou B. (και στις αγγλικές μεταφράσεις που δημοσιεύθηκαν από την Solidarity) εμφανίζονται με τα ονόματα: Pierre CardanPierre ChaulieuJean-Marc Coudray.Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την χρήση ψευδώνυμων ανάμεσα στους επαναστάτες, δες PSW, 1ος τόμος  (Το προλογικό σημείωμα στη σελ viii και την υποσημείωση 5, επίσης το ΠαράρτημαH).
[10] Η ιδέα ότι ο πολιτισμός έχει μια επιλογή, ανάμεσα στο σοσιαλισμό και σε κάποιες εναλλακτικές όπως η βαρβαρότητα, αντλεί από τους Μαρξ και Ένγκελς  –  για παράδειγμα σε μια αναφορά στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο για το μέλλον της ταξικής σύγκρουσης, όπου θα υπήρχε είτε «μια ευρείας κλίμακας επαναστατική θέσμιση της κοινωνίας» ή «τα συνήθη συντρίμμια των ανταγωνιζόμενων τάξεων». Διαφορετικά νοήματα έχουν αποδοθεί, ωστόσο, στην παγκόσμια βαρβαρότητα από τους Τρότσκι, Ρόζα Λούξεμπουργκ και άλλους. Για τον Καστοριάδη, οποιαδήποτε «εκμεταλλευτική κοινωνία», είτε «καπιταλιστική» είτε «κομμουνιστική», θα τείνει στη βαρβαρότητα στο βαθμό που θα εμποδίζει οποιαδήποτε ευκαιρία να της ασκηθεί κριτική ή να γίνει αντικείμενο στοχασμού μια εναλλακτική κοινωνία από αυτήν. Το κρίσιμο στοιχεί του «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» είναι ότι δεν παρουσιάζει κανένα είδος αναπόφευκτου – πράγματι έχουμε μια επιλογή. Δες την αναλυτική συζήτηση από τον David Ames Curtis στο: «Socialism or Barbarism: The Alternative Presented in the Work of Cornelius Castoriadis» στη Revue Europeenne des Sciences Sociales, 86 (1989): 293-322.
[11] Αδελφοί Κον Μπεντίτ «Φάρμακο στη γεροντική αρρώστια του Κομμουνισμού» (Διεθνής Βιβλιοθήκηκαι Hirsh, A.: «Castoriadis and Socialisme ou Barbarie» στη The French New Left: An Intellectual History from Sartre to Gorz, Boston: South End Press (1981).
[12] Ο Καστοριάδης τονίζει (Εισαγωγή στον 1ο τόμο των PSW, σελ 8) ότι «Ο Τρότσκι είχε γράψει απερίφραστα ότι αν ο πόλεμος τελείωνε δίχως τη νίκη της παγκόσμιας επανάστασης, η ανάλυση των Ρωσικών καθεστώτων θα έπρεπε να αναθεωρηθεί και θα έπρεπε να γίνει παραδεκτό ότι η Σταλινική Γραφειοκρατία και ο φασισμός έχουν ήδη σχεδιάσει το περίγραμμα ενός νέου τύπου εκμεταλλευτικού καθεστώτος, το οποίο ταύτισε περισσότερο με τη βαρβαρότητα». Όταν τελείωσε ο πόλεμος καμιά τέτοια αναθεώρηση της ανάλυσης δεν έλαβε χώρα – και οι «επίγονοι» του Τρότσκι έφτασαν να ισχυρίζονται ότι «ο πόλεμος δεν είχε πράγματι τελειώσει. Πιθανόνγια δαύτουςνα μην έχει τελειώσει ακόμη». Έγραψε επίσης, υιοθετώντας μια τυπική στάση μιας «ίσων αποστάσεων». «Μέσω της θεωρίας των “σοσιαλιστικών βάσεων της Σοβιετικής οικονομίας”, η Τέταρτη Διεθνής δείχνει ανεκτικότητα στο ίδιο είδος ψευδών και υποκριτικών απολογιών που οι αστοί καθηγητές εκθέτουν όταν μιλάνε για την κυριαρχία των ανθρώπων και την ισότητα μεταξύ των πολιτών, που τα Συντάγματά τους εγγυώνται» – για αυτό συγχέουν «τις αληθινές σχέσεις της παραγωγής με τις δικαϊκές φόρμουλες που ασκούνται από τη γραφειοκρατία για να καμουφλάρει αυτές τις σχέσεις». (Το πρόβλημα της ΕΣΣΔ, 1947, στον 1ο τόμο των PSW, σελ 50-51)
[13] Βλέπε: HarmanC.: “Bureaucracy and Revolution in Eastern Europe” (1974), Pluto Press.
[14] Βλέπε: «Το κοινωνικό καθεστώς στη Ρωσία» (1978) στο CR σελ 218.
[15] MCR: “Le Mouvement Revolutionnaire sous le Capitalisme Moderne”: Sou BNo31, μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα αγγλικά ως «Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση» (Paul Cardan), από τον Maurice Brinton, της ομάδας Solidarity στο Λονδίνο του 1963. Οι αναφορές εδώ είναι από το PSW τόμος 2, σελ 226-343.
[16] «Καινούργια» με την εξαίρεση πως είναι ήδη παρούσα στις πιο ριζοσπαστικές πλευρές των γραπτών του Μαρξ. Ο Καστοριάδης χάραξε μια διάκριση ανάμεσα σε δύο πλευρές του Μαρξ και δε θεώρησε «Το Κεφάλαιο» ως ένα επαναστατικό έργο όσον αφορά την αναγωγή που γινόταν εκεί για τις κοινωνίες (και τους ανθρώπους!) σε οικονομικές φόρμουλες: η κεντρική αδυναμία της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ, για τον Καστοριάδη, ότι σε κάποιες στιγμές ο Μαρξ γνωρίζει ότι οι εργάτες, μέσω της δράσης τους στη βιομηχανία, μπορούν να επηρεάσουν μερικές φορές τους μισθούς που παίρνουν αλλά η ώριμη οικονομική θεωρία του Μαρξ βασίζεται στο συμπέρασμά ότι οι μισθοί των εργατών είτε με τον καιρό εξαφανίζονται είτε παραμένουν, στην καλύτερη περίπτωση, συνεχείς. Αλλά αυτό, αντιτείνει ο Καστοριάδης, θα συνέβαινε μόνο στην περίπτωση που οι εργάτες δε θα ήξεραν τι συνέβαινε. Και, επίσης, το «καπιταλιστικό» σύστημα χρειάζεται τους ίδιους ώστε να βελτιώνουν τις εργασιακές τους μεθόδους, να «συμμετέχουν» στην παραγωγή και να καταναλώνουν περισσότερο. (Κάποιος/ ά θα μπορούσε να πει ότι τους χρειάζεται και για να ζητάνε αυξήσεις στους μισθούς!). Αυτή είναι, για τον Καστοριάδη, και η «αντιφατική» φύση της καπιταλιστικής οικονομίας.
[17] Burnham, J. The Managerial revolution, Greenwood Press (1972); Kerr, C.: “Industrialism and Industrial Man” (2nd British Edition 1973), Penguin/Heinemann Educational.
[18] Η μετάφραση του Maurice Brinton εκ μέρους της ομάδας Solidarity είναι ελαφρώς διαφορετική: «Το υποκειμενικό είναι σημαντικό μόνο στο μέτρο που τροποποιεί το αντικειμενικό. Και αυτό που είναι αντικειμενικό αποκτά το νόημα των δράσεων που το υποκειμενικό απευθύνει σε αυτό μέσα σε ένα δεδομένο πλαίσιο και σύνδεση».
[19] ΠχTouraine, A.: “Retour de l’Acteur” (1988), MinneapolisUniversity of Minnesota Press.
[20] Το κείμενο «Να Ξαναρχίσουμε την Επανάσταση» μπορεί να βρεθεί στο PSW, τόμος. 3, σελ 27-53, επίσης στο CR, σελ 106-137.
[21] Μέρος αυτού του κειμένου (το πρώτο τμήμα του πρώτου και του δεύτερου κεφαλαίου) εμφανίζεται στο CR (σελ 106 - 195). Για πρώτη φορά εμφανίστηκε στα τελευταία τεύχη του Socialisme ou Barbarie και ανατυπώθηκε σε τρία κεφάλαια, ως το πρώτο μέρος της ΦΘΚ (σελ 9 - 164). Ο Καστοριάδης γράφει μια τυπική σημείωση στον πρόλογο της ΦΘΚ για το ότι δεν έχει ξανα-επεξεργαστεί αυτό το κείμενο, καθώς αξία έχει να δει κανείς/ καμιά και τις «σκαλωσιές» κατά την ανέγερση και όχι μόνο το ολοκληρωμένο κτίριο.
[22] Έτσι, στην Αρχαιότητα, οι κυρίαρχες κατηγορίες που χρησιμοποιούσαν για να κατανοήσουν την κοινωνία είναι πολιτικές, και οι «οικονομικές» έννοιες δεν βοηθούν– όχι επειδή εκείνες οι κοινωνίες ήταν λιγότερο ανεπτυγμένες, ή επειδή το οικονομικό δεν υπήρχε, αλλά επειδή η οικονομία δεν ήταν μια διαχωρισμένη «αυτόνομη» στιγμή της ανθρώπινης δραστηριότητας (αυτό, φυσικά, συνέβη τον 17ο και 18οαιώνα, με την γέννηση του καπιταλισμού).
[23] Βλέπε προηγουμένως, στο «Να Ξαναρχίσουμε την Επανάσταση»: ο καπιταλισμός αποτελεί μια κοινωνία της οποίας οι αξίες έχουν καταρρεύσει (σελ 122) και, έτσι, δεν έχει απομείνει κουλτούρα πάνω στην οποία να μπορείς να δομήσεις προσωπικότητες επαρκείς για αυτή την κοινωνία (π.χ. το να κάνεις την κουλτούρα να λειτουργήσει, έστω και μόνο για να επωφεληθεί από αυτήν)». Ωστόσοτο σύστημαδεν έχει καταρρεύσει και οι άνθρωποι συνεχίζουν να παράγουν (και να παράγουν μια κουλτούρα). Είναι προφανές, έτσι, ότι συνεχώς παλεύουν για να αποκτήσει νόημα η ζωή τους και ότι αυτή η προσπάθεια τώρα αποτελεί μια «έμπνευση για αυτονομία».
[24] Λένιν: «Αριστερισμός, η παιδική ασθένεια του κομμουνισμού» 1920.
[25]Βρήκα το γραπτό αυτό σημαντικό, καθώς είχα προηγουμένως υποθέσει ότι ο Φρόιντ είδε μια σύγκρουση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, η οποία  εκφραζόταν από μια σύγκρουση ανάμεσα στο Id (που αντιπροσώπευε τις έμφυτες παρορμήσεις) και στο Εγώ και Υπερεγώ (που κατασκευάζεται καθώς το Άτομο μεγαλώνει στην Κοινωνία). Είναι ευκολότερο να αντιληφθείς ότι το Εγώ και το Υπερ-Εγώ είναι κοινωνικά κατασκευασμένα, από το να ισχυριστείς ότι το ίδιο μας το Ασυνείδητο είναι, κατά ένα μεγάλο κομμάτι του, προϊόν της ανατροφής μας…
[26] Jacques Lacan, “Remarques sur le rapport de D. Laglache”, στο Psychanalyse 6
(1961) – δες τη σημείωση 33 στη σελ. 192 του CR.
[27] Ο Καστοριάδης μιλάει αρκετά γι’ αυτό στο έργο του, και, στρεφόμενος προς την ανθρωπολογία ρωτάει: «ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο κρίνουμε» όσον αφορά την ύπαρξη τόσο διαφορετικών κομματιών της κοινωνικής ζωής;
[28]Η φύση του κοινωνικού-ιστορικού εξερευνάται περαιτέρω στο δεύτερο μέρος της ΦΘΚ, αλλά εδώ (υποσημείωση 42, που προστέθηκε το 1975) ο Καστοριάδης απλά σημειώνει ότι η έννοια  έχει ως σκοπό να ενώσει τη συγχρονική και τη διαχρονική  “πολλαπλότητα των διαστάσεων” της ύπαρξης «που παραδοσιακά δηλώνονται με τους όρους “κοινωνία” και  “ιστορία”».